προσνεύω: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> se pencher vers, s'incliner;<br /><b>2</b> donner son assentiment.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[νεύω]]. | |btext=<b>1</b> se pencher vers, s'incliner;<br /><b>2</b> [[donner son assentiment]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[νεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:42, 30 November 2022
English (LSJ)
A incline or bend towards, Plu.Brut.1. 2 have an inclination or tendency, οὐ προσνεύσαντος οὐδὲ βουληθέντος Plot.5.1.6. II incline, slope towards, Apollod.Poliorc.154.5; lean towards, in wrestling, etc., Gal.6.142 (v.l. for προν-), Antyll. ap. Orib.6.32.4; look towards, Λιβύη π. ἐπὶ τὸν ἄρκτον Str.2.4.3, cf. 13.1.68; προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς A.D.Synt.243.8. 2 Astrol., approach, of planets, Vett.Val.7.14,al.
German (Pape)
[Seite 773] sich wohin neigen, Plut. Brut. 1.
French (Bailly abrégé)
1 se pencher vers, s'incliner;
2 donner son assentiment.
Étymologie: πρός, νεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-νεύω naar iets toe neigen.
Russian (Dvoretsky)
προσνεύω: кивать в знак согласия, соглашаться Plut.
Greek Monolingual
ΝΑ νεύω
(αμτβ.) συμφωνώ νεύοντας καταφατικά, συγκατανεύω
αρχ.
1. γέρνω το κεφάλι προς το μέρος κάποιου
2. παρουσιάζω κλίση προς μια κατεύθυνση
3. (ιδίως στην πάλη) πέφτω επάνω
4. (για γεωγραφικές θέσεις) βλέπω προς μια διεύθυνση («ἢ πολὺ τὴν Λιβύην κατὰ τοῦτο τὸ μέρος προσνεύειν ἐπὶ τὴν ἄρκτον», Στράβ.)
5. αστρολ. (για πλανήτη) προσεγγίζω
6. γραμμ. (για λέξεις ως όρους προτάσεων) μπορώ να συνταχθώ.
Greek Monotonic
προσνεύω: μέλ. -σω, συγκατανεύω, συναινώ, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προσνεύω: νεύω πρός, συγκατανεύω, κλίνω πρός τινα ὅπως ἀκούσω αὐτόν, προσνεύσαντα πατάξας ἀπέκτεινε Πλουτ. Βροῦτ. 1. καταχρηστικῶς, προσνεῦον τὸ ἀπαρέμφατον ἀμφοτέραις ταῖς αἰτιατικαῖς Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 241· κλίνω πρός τι, προσκλίνω, ἑτέρου προσνεύσαντος Γαλην. τ. 6, σ. 85.
Middle Liddell
fut. σω
to nod to, assent, Plut.