κοιταῖος: Difference between revisions

From LSJ

οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> <i>adj.<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> <i>adj.</i> qui concerne le temps du coucher;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> τὸ κοιταῖον, gîte, tanière.<br />'''Étymologie:''' [[κοίτη]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> <i>adj.</i> [[qui concerne le temps du coucher]];<br /><b>2</b> <i>subst.</i> τὸ κοιταῖον, gîte, tanière.<br />'''Étymologie:''' [[κοίτη]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:59, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιταῖος Medium diacritics: κοιταῖος Low diacritics: κοιταίος Capitals: ΚΟΙΤΑΙΟΣ
Transliteration A: koitaîos Transliteration B: koitaios Transliteration C: koitaios Beta Code: koitai=os

English (LSJ)

α, ον, (κοίτη)
A abed, κοιταῖον γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ = o pass the night in the country, Decr. ap. D.18.37; but τάξας ἡμέραν ἐν ᾗ δεήσει πάντας ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κοιταίους encamp, Plb.3.61.10; κ. ἔρχεσθαι Id.Fr.177.
II Subst., τὸ κοιταῖον = κοίτη 1.2, lair of a wild beast, Plu.TG9.
2 τὰ κοιταῖα = evening libations, τὰ κοιταῖα ἐπισπένδειν = take a last cup, 'night-cap', Hld.3.4.

German (Pape)

[Seite 1470] im Bette liegend, gelagert, schlafend; ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, ἐν ἄστει, auf dem Lande, in der Stadt übernachtend, Dem. 18, 37, im Psephisma; τάξας ἡμέραν ἐν ᾑ δεήσει ἐν Ἀριμίνῳ γενέσθαι κοιταίους Pol. 3, 61, 10; nach Suid. zur Schlafenszeit ankommend; τὰ κοιταῖα τοῖς νυχίοις θεοῖς ἐπισπείσαντες, den Schlaftrunk nehmen u. damit die Libation verrichten, Heliod. 3, 4; – τὸ κοιταῖον, das Lager der Thiere, Plut. Tib. Graech. 9.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 adj. qui concerne le temps du coucher;
2 subst. τὸ κοιταῖον, gîte, tanière.
Étymologie: κοίτη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιταῖος -α -ον [κοίτη] in bed liggend:; μηδένα... ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι dat niemand de nacht op het land doorbrengt Dem. 18.37; subst. τὸ κοιταῖον: slaapplaats, leger.

Russian (Dvoretsky)

κοιταῖος:
1 спящий, ночующий (κοιταῖον γίγνεσθαι ἐν ἄστει Dem.);
2 ночной: κ. ἔρχεται Polyb. он приходит ночью.

Greek Monolingual

κοιταῖος, -αία, -ον (AM) κοίτη
το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιταῖον
(για θηρία) κοίτη, φωλιά άγριων ζώων, κρύπτη
αρχ.
1. ξαπλωμένος στο κρεβάτι
2. φρ. α) «κοιταῖος γίγνομαι»
i) διανυκτερεύω, περνώ τη νύχτα, ξενυχτώ φ68 («μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει ἐν τῇ χώρα κοιταῖον γίγνεσθαι», Δημοσθ.)
ii) φθάνω κατά την ώρα του ύπνου ή, κατά δ. ερμ., κατασκηνώνω, στρατοπεδεύω
β) «τὰ κοιταῖα ἐπισπένδω» — πίνω το τελευταίο ποτήρι πριν κοιμηθώ.

Greek Monotonic

κοιταῖος: -α, -ον (κοίτη
1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι, παρά Δημ.
2. ως ουσ. κοιταῖον, τό, φωλιά άγριου θηρίου, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κοιταῖος: -α, -ον, (κοίτη) ὁ ἐν τῇ κοίτῃ, ἢ ὁ κατὰ τὴν ὥραν τῆς ποίτης, κ. γίγνεσθαι ἐν τῇ χώρᾳ, διέρχεσθαι τὴν νύκτα ἐν τῇ χώρᾳ, ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 6· κ. ἐν τόπῳ γενέσθαι, ἀφικέσθαι εἴς τινα τόπον κατὰ τὴν ὥραν τῆς κοίτης, Πολύβ. 3. 61, 10· οὕτω, κ. ἔρχεσθαι ὁ αὐτ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., τὸ κοιταῖον, = κοίτη, ὁ φωλεὸς ἀγρίου θηρίου, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 9. 2) τὰ κοιταῖα ἐπισπένδειν, πίνειν τὸ τελευταῖον ποτήριον, τὸ πρὸ τοῦ ὕπνου, Ἡλιόδ. 3. 4.

Middle Liddell

κοιταῖος, η, ον κοίτη
1. in bed, ap. Dem.
2. as substantive, κοιταῖον, ου, τό, the lair of a wild beast, Plut.