ἀνδραποδισμός: Difference between revisions
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνδρᾰποδισμός:''' ὁ [[обращение или продажа в рабство]], [[порабощение]] (τῶν Ἀμπρακιωτῶν Thuc.; sc. τῶν πολεμίων Isocr.; τῆς πατρίδος Dem.): ἀνδραποδισμοῦ [[ὑπόδικος]] Plat. виновный в (незаконном) обращении в рабство. | |elrutext='''ἀνδρᾰποδισμός:''' ὁ [[обращение или продажа в рабство]], [[порабощение]] (τῶν Ἀμπρακιωτῶν Thuc.; ''[[sc.]]'' τῶν πολεμίων Isocr.; τῆς πατρίδος Dem.): ἀνδραποδισμοῦ [[ὑπόδικος]] Plat. виновный в (незаконном) обращении в рабство. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:17, 30 November 2022
English (LSJ)
ὁ, A selling into slavery, enslaving, Th.2.68, Isoc.4.100, etc.; πατρίδος D.1.5. II of individuals, kidnapping, whether of free men or other people's slaves, ὑπόδικος ἀνδραποδισμοῦ = liable to action for kidnapping, Pl.Lg.879a, 955a.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 acción de vender como esclavos a poblaciones vencidas, Th.2.68, 5.9, Isoc.4.100, Pl.R.469b, D.1.5, 19.65, Ph.1.261, 675, 2.107, περὶ ἀνδραποδισμοῦ κινδυνεύοντες D.C.Epit.9.26.8.
2 rapto como esclavos de individuos libres ἀνδραποδισμοῦ ὑπόδικος Pl.Lg.879a, cf. 955a, Luc.Vit.Auct.7, Bis Acc.13
•rapto de un esclavo, PStras.296.9 (IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 216] ὁ, a) Unterjochung, Verknechtung eroberter Städte u. gefangener Feinde, Isocr. 8, 37; ἀνάστασις καὶ ἀνδρ. abdi Dem. 1, 5; vgl. 19, 65; als Strafe für rebellische Unterthanen, die ganze Einwohnerschaft als Sklaven verkauft, Μηλίων Isocr. 4, 100. – b) Verkaufen freier Leute als Sklaven, ein Todesverbrechen, plagium; dazu gehört auch ἀνδραποδισμοῦ ὑπόδικος ὁ μετὰ τοῦ δούλου τεχνάζων Plat. Legg. IX, 872 a u. ἐάν τίς τινα δίκῃ παραγενέσθαι κωλύσῃ βίᾳ εἴτε αὐτὸν εἴτε μάρτυρας ὑπόδικος ἀνδρ. XII, 955 a.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ἀνδραπόδισις.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρᾰποδισμός: ὁ обращение или продажа в рабство, порабощение (τῶν Ἀμπρακιωτῶν Thuc.; sc. τῶν πολεμίων Isocr.; τῆς πατρίδος Dem.): ἀνδραποδισμοῦ ὑπόδικος Plat. виновный в (незаконном) обращении в рабство.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰποδισμός: ὁ, οὐσ. τοῦ ἀνδραποδίζω, ὑποδούλωσις καὶ πώλησις πρὸς δουλείαν ἀνθρώπων ἐλευθέρων, ἀπὸ τοῦ ἀνδραποδισμοῦ σφῶν αὐτῶν Θουκ. 2. 68, Ἰσοκρ. 61D, κτλ.· πατρίδος Δημ. 10. 18· πρβλ. ἀνδραποδίζω. ΙΙ. ἐπὶ ἀνδραποδιστῶν, ἁρπαγὴ καὶ πώλησις ἐλευθέρων ἀνθρώπων, ἢ δούλων εἰς ἄλλους ἀνηκόντων, σωματεμπορία, ὑπόδικος ἀνδραποδισμοῦ, ἐπὶ ἀνδραποδισμῷ, Πλάτ. Νόμ. 879A, 955A.
Greek Monolingual
ἀνδραποδισμός, ο και ἀνδραπόδισις, η (Α)
η υποδούλωση και πώληση ελεύθερων ανθρώπων ως δούλων, εξανδραποδισμός.
Greek Monotonic
ἀνδρᾰποδισμός: ὁ, η πώληση ελεύθερων ανθρώπων ως δούλων, υποδούλωση, σκλαβιά, εξανδραποδισμός, σε Θουκ. κ.λπ.
Middle Liddell
[from ἀνδραποδίζω
a selling free men into slavery, enslaving, Thuc., etc.