διαρρήδην: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 18: Line 18:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διαρρήδην [[[διά]], [[ῥῆμα]]] adv., uitdrukkelijk, expliciet.
|elnltext=διαρρήδην [[[διά]], [[ῥῆμα]]] adv., uitdrukkelijk, expliciet.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[ausgesprochen]], [[ausdrücklich]]</i>, Hom. <i>h.Merc</i>. 313; oft bei den Rednern, γέγραπται, Andocid. 3.14; εἴρηται, Lyc. 1.30; λέγει ὁ [[νόμος]], Isae. 3.68; οὐκ ἐᾷ ὁ [[νόμος]], Dem. 24.32; νομοθετεῖν, Plat. <i>Legg</i>. IX.876c; – Sp., z.B. Plut. <i>adv. Stoic</i>. 9.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 39: Line 42:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ρητά καί κατηγορηματικά). Ἐπίρρημα ἀπό το διαρρηθῆναι → διά + [[ῥηθῆναι]] τοῦ λέγομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[λέγω]].
|mantxt=(=ρητά καί κατηγορηματικά). Ἐπίρρημα ἀπό το διαρρηθῆναι → διά + [[ῥηθῆναι]] τοῦ λέγομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[λέγω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[ausgesprochen]], [[ausdrücklich]]</i>, Hom. <i>h.Merc</i>. 313; oft bei den Rednern, γέγραπται, Andocid. 3.14; εἴρηται, Lyc. 1.30; λέγει ὁ [[νόμος]], Isae. 3.68; οὐκ ἐᾷ ὁ [[νόμος]], Dem. 24.32; νομοθετεῖν, Plat. <i>Legg</i>. IX.876c; – Sp., z.B. Plut. <i>adv. Stoic</i>. 9.
}}
}}

Revision as of 12:31, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρήδην Medium diacritics: διαρρήδην Low diacritics: διαρρήδην Capitals: ΔΙΑΡΡΗΔΗΝ
Transliteration A: diarrḗdēn Transliteration B: diarrēdēn Transliteration C: diarridin Beta Code: diarrh/dhn

English (LSJ)

Adv., (διαρρηθῆναι) expressly, explicitly, h.Merc.313, Plb.3.26.5; especially of legal enactments or treaties, διαρρήδην γέγραπται Foed. ap.And.2.14; διαρρήδην εἴρηται μήLys.1.20; ὁ νόμος διαρρήδην λέγει Is.3.68; διαρρήδην ψηφίσασθαι D.19.6; διαρρήδην πέμπειν Pl.Lg.698c; νομοθετεῖν ib.876c.

Spanish (DGE)

adv.
1 de forma explícita, en términos precisos c. verb. de lengua claramente ἐρέεινον h.Merc.313, ἐρῶ Men.Epit.609, λέγει Plb.3.26.5, cf. D.S.4.51, I.BI 1.211, Πλάτωνος ... δ. ὡς ἀπαιδεύτοις μαχομένου τοῖς φιλοσόφοις mientras que Platón polemiza con los filósofos explícitamente como ignorantes Phld.Mus.4.26.25, ὑπισχνεῖτο δ. καὶ σαφῶς Luc.Hist.Cons.14, προσαγορεύω Gr.Thaum.Eccl.M.10.1017B, συκοφαντεῖ CPR 17A.24.7 (IV d.C.), cf. Hsch.
en cont. jur. νομοθετεῖν Pl.Lg.876c, cf. Lys.1.30, ὁ ... νόμος δ. λέγει Is.3.68, μαρτυροῦντας Aeschin.1.98, cf. D.H.5.19, D.C.39.17.1
en tratados γράψαντες Isoc.12.107, And.3.14, en doc. ofic. ἐγέγραπτο Hyp.Ath.10, cf. Din.2.25, IG 22.1013.32 (II a.C.), αἱ θ[εῖαι καὶ βασιλικαὶ] διατάξεις δ. κελεύουσιν μὴ ... SB 10797.4 (III d.C.).
2 expresamente, a propósito c. verb. de acción y movimiento στόλον ... πέμψαντος Δαρείου δ. ἐπί τε Ἀθηναίους καὶ Ἐρετριᾶς Pl.Lg.698c, δ. ἐψηφίσασθε ποιῆσαι D.19.6, συντίθεσθαι Hld.1.26.1.

French (Bailly abrégé)

adv.
en termes précis.
Étymologie: διά, th. Ϝρη- de ῥῆμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαρρήδην [διά, ῥῆμα] adv., uitdrukkelijk, expliciet.

German (Pape)

ausgesprochen, ausdrücklich, Hom. h.Merc. 313; oft bei den Rednern, γέγραπται, Andocid. 3.14; εἴρηται, Lyc. 1.30; λέγει ὁ νόμος, Isae. 3.68; οὐκ ἐᾷ ὁ νόμος, Dem. 24.32; νομοθετεῖν, Plat. Legg. IX.876c; – Sp., z.B. Plut. adv. Stoic. 9.

Russian (Dvoretsky)

διαρρήδην: ῥῆμα adv. в точных выражениях, ясно, определенно (τὰ ἕκαστα ἐρέεινον - v.l. ἐρίδαινον HH; δ. λέγει ὁ νόμος Isae.; νομοθετεῖν Plat.): δ. εἴρηται Lys. ясно сказано (в законе).

Greek Monolingual

διαρρήδην) επίρρ.
ρητά, κατηγορηματικά, απερίφραστα.

Greek Monotonic

διαρρήδην: επίρρ. (βλ. διεῖπον), ρητώς, σαφώς, ορισμένως, κατηγορηματικά, Λατ. nominatim, σε Ομηρ. Ύμν., Αττ.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρήδην: ἐπίρρ. (διαρρηθῆναι) ῥητῶς, σαφῶς, ὡρισμένως, Λατ. nominatim, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 313, καὶ παρ’ Ἀττ. πεζ.· ἰδίως ἐπὶ κελευσμάτων τοῦ νόμου, Ἀνδοκ. 25. 20, Λυσ. 94. 31, κτλ.· δ. ψηφίσασθαι Δημ. 342. 29.

Middle Liddell

adverb[v. διεῖπον
expressly, distinctly, explicitly, Lat. nominatim, Hhymn., attic

English (Woodhouse)

explicitly, expressly

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ρητά καί κατηγορηματικά). Ἐπίρρημα ἀπό το διαρρηθῆναι → διά + ῥηθῆναι τοῦ λέγομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λέγω.