νεώ: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>gén. sg. de</i> [[νεώς]]¹;<br /><i>duel de</i> [[νεώς]]¹. | |btext=<i>gén. sg. de</i> [[νεώς]]¹;<br /><i>duel de</i> [[νεώς]]¹. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[νεών]], Accus. zu [[νεώς]]¹. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεώ:''' ([[ναός]]), Αττ. αιτ. του [[νεώς]], [[ναός]], [[ιερό]]· [[νεῷ]], δοτ. | |lsmtext='''νεώ:''' ([[ναός]]), Αττ. αιτ. του [[νεώς]], [[ναός]], [[ιερό]]· [[νεῷ]], δοτ. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 30 November 2022
English (LSJ)
Att. gen. and later acc. of νεώς (ναός).
French (Bailly abrégé)
gén. sg. de νεώς¹;
duel de νεώς¹.
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
νεώ: gen. к νεώς I.
Greek (Liddell-Scott)
νεώ: Ἀττ. αἰτ. τοῦ νεὼς (ναός).
Greek Monolingual
(I)
νεῶ, -άω (Α)
1. καλλιεργώ αγροτική έκταση για πρώτη φορά ή μετά από κάποιο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο αγρός έμεινε ακαλλιέργητος προκειμένου να ενδυναμωθεί η γη και να δεχθεί τη νέα σπορά («ἡ δὲ κατεργασία ἐν τῷ νεᾱν κατ' άμφοτέρας τὰς ὥρας καὶ θέρους καὶ χειμῶνος», Θεόφρ.)
2. (το θηλ. της μτχ. του παθ. ενεστ.) νεωμένη (ενν. γῆ)
ο αγρός που αφέθηκε ακαλλιέργητος προσωρινά και τώρα καλλιεργείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέος ή < νειος «αγρός που έχει καλλιεργηθεί πρόσφατα». Εμφανής η σημασιολογική αλληλεπίδραση και η σύγχυση των δύο οικογενειών].
(II)
νεῶ, -όω (Α) νέος
1. ανανεώνω, ανακαινίζω, αλλάζω («τάφους ἐνεώσατο», επιγρ.)
2. (αντί του νεῶ, -άω [Ι])
οργώνω, καλλιεργώ («νεώσατε ἑαυτοῖς νεώματα καὶ μὴ σπείρητε ἐπ' ἀκάνθαις», ΠΔ).