οἰκογενής: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />né dans la maison ; οἱ οἰκογενεῖς, les esclaves nés dans la maison.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[γίγνομαι]].
|btext=ής, ές :<br />né dans la maison ; οἱ οἰκογενεῖς, les esclaves nés dans la maison.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[γίγνομαι]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>im Hause [[geboren]]</i>, bes. von [[Sklaven]], im <span class="ggns">Gegensatz</span> des gekauften, <i>verna</i>; Plat. <i>Men</i>. 82b; Pol. 40.2.3; DS. 1.70; vgl. Lobeck <i>Phryn</i>. 202; ὄρτυγες, Ar. <i>Pax</i> 768; [[αἴλουρος]], Agath. 84 (VII. 205).
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰκο-γενής, ές [[γίγνομαι]]<br />[[born]] in the [[house]], homebred, of slaves, Lat. [[verna]], Plat.; of quails, Ar.
|mdlsjtxt=οἰκο-γενής, ές [[γίγνομαι]]<br />[[born]] in the [[house]], homebred, of slaves, Lat. [[verna]], Plat.; of quails, Ar.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>im Hause [[geboren]]</i>, bes. von [[Sklaven]], im <span class="ggns">Gegensatz</span> des gekauften, <i>verna</i>; Plat. <i>Men</i>. 82b; Pol. 40.2.3; DS. 1.70; vgl. Lobeck <i>Phryn</i>. 202; ὄρτυγες, Ar. <i>Pax</i> 768; [[αἴλουρος]], Agath. 84 (VII. 205).
}}
}}

Revision as of 12:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκογενής Medium diacritics: οἰκογενής Low diacritics: οικογενής Capitals: ΟΙΚΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: oikogenḗs Transliteration B: oikogenēs Transliteration C: oikogenis Beta Code: oi)kogenh/s

English (LSJ)

ές, born in the house, homebred, of slaves, Pl.Men.82b, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xii 27, Plb.38.15.3, POxy.48.4 (i A. D.), etc.; σῶμα γυναικεῖον οἰ. GDI1842 (Delph.), cf. IG9(1).1066 (Amphissa); τὸ γένος οἰ. GDI1859, 1897, al.; also οἰ. ὄρτυγες Ar.Pax789; ἀλεκτορίδες Arist.HA558b20; κύων Plu.2.480b: metaph., μανία οἰκογενής, opp. ἔπηλυς, ib.758e, cf. Ph.1.479.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né dans la maison ; οἱ οἰκογενεῖς, les esclaves nés dans la maison.
Étymologie: οἶκος, γίγνομαι.

German (Pape)

ές, im Hause geboren, bes. von Sklaven, im Gegensatz des gekauften, verna; Plat. Men. 82b; Pol. 40.2.3; DS. 1.70; vgl. Lobeck Phryn. 202; ὄρτυγες, Ar. Pax 768; αἴλουρος, Agath. 84 (VII. 205).

Russian (Dvoretsky)

οἰκογενής:
1 родившийся и выросший дома (ὁ ἀκόλουθος Plat.; κύων Plut.);
2 внутреннего происхождения (μανία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκογενής: -ές, ὁ ἐν τῷ οἴκῳ γεννηθείς, ἐπὶ δούλων, Λατιν. verna, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ emptus, Πλάτ. Μένων 82Β, Πολύβ. 40. 2, 3, πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 202· σῶμα γυναικεῖον οἰκογενές, ἐπιγραφ. Δελφῶν ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1705· τὸ γένος οἰκ. αὐτόθι 1702, 1707, κ. ἀλλ.· πρβλ. οἴκοθεν Ι, καὶ ἴδε ἐνδογενής· ― ὡσαύτως, οἰκ. ὄρτυγες Ἀριστοφ. Εἰρήν. 789· ἀλεκτορίδες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 3· μεταφορ., οἰκ. μανία, ἀντίθετον ἔπηλυς, Πλούτ. 2. 758Ε.

Greek Monolingual

-ές (Α οἰκογενής, -ές)
νεοελλ.
ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου η οποία εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα σε μια οικογένεια και η οποία οφείλεται, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε κληρονομικότητα («η αιμοφιλία είναι οικογενής νόσος»)
αρχ.
1. (για δούλους) αυτός που γεννήθηκε στο σπίτι του κυρίου του («τῶν οἰκογενῶν... τοὺς ἀκμάζοντας ταῖς ἡλικίαις... ἐλευθεροῦν», Πολ.)
2. (για ζώα) κατοικίδιος («ὄρτυγας οἰκογενεῖς», Αριστοφ.)
3. μτφ. (για ανθρώπινα πάθη και καταστάσεις) αυτός ο οποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σπίτι («οἰκογενὴς μανία», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -γενής (< γένος), πρβλ. θαλασσο-γενής].

Greek Monotonic

οἰκογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που έχει γεννηθεί στο σπίτι, που έχει ανατραφεί σ' αυτό, λέγεται για δούλους, Λατ. verna, σε Πλάτ.· λέγεται για ορτύκια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

οἰκο-γενής, ές γίγνομαι
born in the house, homebred, of slaves, Lat. verna, Plat.; of quails, Ar.