ἀρραβών: Difference between revisions
πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />arrhes ; gage.<br />'''Étymologie:''' orig. sémit. | |btext=ῶνος (ὁ) :<br />arrhes ; gage.<br />'''Étymologie:''' orig. sémit. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ῶνος, ὁ, nach <i>Vetera Lexica</i> ἡ ταῖς ὠναῖς περὶ τῶν ὠνουμένων διδομένη [[προκαταβολή]], [[ὑπὲρ]] ἀσφαλείας, also <i>[[Handgeld]], [[Unterpfand]]</i>, Isae. 8.23; Arist. <i>Pol</i>. 1.4.5; ἔχοντες ἀρραβῶνα τὴν τέχνην τοῦ [[ζῆν]] Antiph. Stob. <i>Flor</i>. 61.2. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 42: | Line 45: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[καπάρο]], [[ἐγγύηση]], [[μνηστεία]]). Ἄγνωστη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως σχετίζεται μέ τό [[ἀραρίσκω]]. Εἶναι καθαρά σημιτική λέξη. | |mantxt=(=[[καπάρο]], [[ἐγγύηση]], [[μνηστεία]]). Ἄγνωστη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως σχετίζεται μέ τό [[ἀραρίσκω]]. Εἶναι καθαρά σημιτική λέξη. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 30 November 2022
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, A earnest-money, caution-money, deposited by the purchaser and forfeited if the purchase is not completed, ἀ. δοῦναί τινος Is.8.20, cf. Arist.Pol.1259a12, Stilpoap.D.L.2.118, BGU446.18 (ii A. D.): pl., deposits required from public contractors, IPE12.32B34 (Olbia). 2 generally, pledge, earnest, τὴν τέχνην ἔχοντες ἀ. τοῦ ζῆν Antiph.123.6; τοῦ δυστυχεῖν . . ἀ. ἔχειν Men.697, cf. LXX Ge. 38.17,18, Ep.Eph.1.14. 3 present, bribe, Plu.Galb.17. (Semitic, prob. Phoenician, word, Hebr. 'ērābōn: freq. written ἀραβών, UPZ 67.14 (ii B.C.), Ep.Eph. l. c., etc.) II ἀρραβών· πρόδομα, καὶ ἄγκιστρον, Hsch.
Spanish (DGE)
(ἀρρᾰβών) -ῶνος, ὁ
• Grafía: graf. ἀρα- PMil.Vogl.212.2re.13 (II d.C.), BGU 446.5, 17, 18 (II d.C.)
1 en cont. comerciales señal, anticipo que se da al comprar algo y que se pierde si se incumple el compromiso ἀρραβῶνα δεδωκέναι Is.8.23, ἀ. ἀναπόριφος PFay.91.14 (I d.C.), BGU 2111.7, 446.5 (II d.C.), cf. Arist.Pol.1259a12, PRyl.555.10 (III a.C.), IIl.5.30 (III a.C.), UPZ 67.13 (II a.C.), BGU 446.17, 18 (II d.C.), PSarap.59.2.8, PMil.Vogl.l.c., Stilpo, POxy.2721.22 (III d.C.), Hsch.
•en plu. depósitos exigidos a un contratista IPE 12.32B.34 (Olbia III a.C.).
2 gener. garantía, seguridad sin cont. Cratin.230, ἔχοντες ἀρραβῶνα τὴν τέχνην τοῦ ζῆν Antiph.123.6
•del Espíritu Santo ὅς ἐστιν ἀρραβὼν τῆς κληρονομίας ἡμῶν Ep.Eph.1.14, cf. Men.Fr.688, LXX Ge.38.17, Pall.H.Laus.37.4, Hsch.H.Hom.5.6.10
•fig. οὐκ ἐμάνθανον κακῶν μεγίστων ἀρραβῶνα λαμβάνων Pl.Com.80.
3 fig. regalo, soborno ἐφθάκει δ' ὁ γενναῖος ... ἀρραβῶσι μεγάλοις τὸν Οὐίνιον Plu.Galb.17, cf. Hsch.
• Etimología: Prést. semítico, cf. hebr. ’ērābōn’.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
arrhes ; gage.
Étymologie: orig. sémit.
German (Pape)
ῶνος, ὁ, nach Vetera Lexica ἡ ταῖς ὠναῖς περὶ τῶν ὠνουμένων διδομένη προκαταβολή, ὑπὲρ ἀσφαλείας, also Handgeld, Unterpfand, Isae. 8.23; Arist. Pol. 1.4.5; ἔχοντες ἀρραβῶνα τὴν τέχνην τοῦ ζῆν Antiph. Stob. Flor. 61.2.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρᾰβών: ῶνος ὁ задаток, залог Isae., Arst., Men.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρᾰβών: -ῶνος, ὁ, χρηματικὴ προκαταβολὴ προκαταβαλλομένη ὑπὸ τοῦ ἀγοραστοῦ, κοιν. «καπάρον», Λατ. arrhabo arrha, «ἡ ἐν ταῖς ὠναῖς παρὰ τῶν ὠνουμένων διδομένη πρώτη καταβολὴ ὑπὲρ ἀσφαλείας» (Σουΐδ), ἀρραβῶνα δοῦναί τινος Ἰσαῖος 71. 20, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 1. 4, 5· κατὰ πληθ. χρηματικαὶ καταθέσεις ἀπαιτούμεναι παρὰ τῶν μετὰ τοῦ δημοσίου συμβαλλομένων, καὶ εὐθὺς ἐνέγκαι εἰς τὴν ἐκκλησίαν χρυσοῦς πεντακοσίους εἰς τοὺς ἀρραβῶνας Ψήφισμ. Ὀλβιοπ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2058. 2) καθόλου, ἐγγύη, ἀσφάλεια, ἡμεῖς δ’ ἔχοντες ἀρραβῶνα τὴν τέχνην τοῦ ζῆν ἀεὶ πεινῶμεν Ἀντιφάνης ἐν «Κναφεῖ» 1, 6· τοῦ δυστυχεῖν... ἀρρ. ἔχειν Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 148· ἐνέχυρον, Ἑβδ. (Γεν. λη΄, 17, 18), Ἐπιστ. π. Ἐφ. α΄, 14. 3) = μνηστεία Βαλσαμ. ἐν Νομοκάν. 13. 3, προσέτι = τῇ λέξει μνῆστρον· «μνῆστρον, ὁ τοῦ γαμβροῦ ἀρραβὼν» Λεόντ. Νεαρ. 172. - Ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλ. ὑπάρχει ἰδία τελετὴ ἀρραβῶνος, «ἀκολουθία ἐπὶ μνήστροις, ἤτοι τοῦ ἀρραβῶνος» Εὐχολόγ. σ. 238. (Λέξις καθαρῶς Σημιτική, πιθ. Φοινικική, Ἑβραϊστί: èrâvôn, ἣν οἱ Ἑβδομ. μετέφρασαν ἀρραβὼν ἐν Γεν. ἔνθ. ἀνωτ.: ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἀπαντᾷ τρίς, ἴδε Γεσένιον).
Greek Monotonic
ἀρρᾰβών: -ῶνος, ὁ, χρηματική προκαταβολή, χρηματική κατάθεση, που καταβάλλεται από τον αγοραστή και κατάσχεται εφόσον η αγορά δεν ολοκληρωθεί (καπάρο), Λατ. arrhabo, arrha, σε Ισαίο, Κ.Δ. (λέξη εβρ.).
Frisk Etymological English
1. ῶνος
Grammatical information: m.
Meaning: caution-money (Antiph.).
Derivatives: ἀρραβωνίζεται ἀρραβῶνι δίδοται H.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Semitic loan word, cf. Hebr. `ērābōn id.; s. Lewy Fremdw. 120, Schwyzer 153, 316. But the Semit. caracter of the word is not certain, and perhaps the word is a loan from elsewhere, Cohen, GLECS 8, 1958, 13. Egypt. has `rb. Cf. Masson, Emprunt sémit. 30ff. Cf. Lat. arrabo, arra.
Grammatical information: m.?
Meaning: ἄγκιστρον [fish-hook] H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Attempt by Lewy, Fremdw. 130.
Middle Liddell
earnest-money, caution-money, deposited by the purchaser and forfeited if the purchase is not completed, Lat. arrhabo, arrha, Isae., NTest. [A Hebr. word.]
Frisk Etymology German
ἀρραβών: -ῶνος
{ar(r)abṓn}
Grammar: m.
Meaning: Handgeld, Unterpfand (Antiph., Is. usw.).
Derivative: Davon ἀρραβωνίζεται· ἀρραβῶνι δίδοται H.
Etymology: Semitisches LW, vgl. hebr. ‘ērābōn Unterpfand; näheres bei Lewy Fremdw. 120, s. auch Schwyzer 153, 316. — H. glossiert ἀρραβών auch mit ἄγκιστρον. Unwahrscheinlicher Erklärungsversuch bei Lewy Fremdw. 130.
Page 1,151
Chinese
原文音譯:¢¸?abèn 阿而拉綁
詞類次數:名詞(3)
原文字根:確實地
字義溯源:定金,押金,質押,憑質,憑據,首期付款;源自希伯來文(עֵרָבֹון)=抵押品),而 (עֵרָבֹון)出自(עָרַב)=經營,交換)。保羅三次用這字來描述,神賜聖靈給我們作憑質,為印記,是我們承受產業的保證( 林後1:22; 5:5; 弗1:13,14)
出現次數:總共(3);林後(2);弗(1)
譯字彙編:
1) 憑質(3) 林後1:22; 林後5:5; 弗1:14
English (Woodhouse)
caution money, caution-money, earnest-money
Mantoulidis Etymological
(=καπάρο, ἐγγύηση, μνηστεία). Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως σχετίζεται μέ τό ἀραρίσκω. Εἶναι καθαρά σημιτική λέξη.