ἐπιδεικνύω: Difference between revisions
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><i>c.</i> [[ἐπιδείκνυμι]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δεικνύω]]. | |btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><i>c.</i> [[ἐπιδείκνυμι]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δεικνύω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[ἐπιδείκνυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιδεικνύω:''' Xen., Dem., Plut. = [[ἐπιδείκνυμι]]. | |elrutext='''ἐπιδεικνύω:''' Xen., Dem., Plut. = [[ἐπιδείκνυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐπιδείκνυμι]] και [[ἐπιδεικνύω]])<br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]], [[εμφανίζω]], [[προβάλλω]] [[κάτι]] ως [[δείγμα]], ως αξιόλογο για θέα ή ως πειστήριο (α. «επιδεικνύει τα νέα κοσμήματα, ή τα πειστήρια του εγκλήματος» β. «καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν»)<br /><b>2.</b> [[εμφανίζω]] και [[προβάλλω]] κάποιο [[προσόν]] ή γνώρισμά μου (α. «επιδεικνύει την [[ομορφιά]] της» β. «ἐπιδείξεις τὴν [[αὑτοῦ]] σοφίαν»)<br /><b>3.</b> [[φανερώνω]] [[κάτι]] που ήταν σχετικά άγνωστο ώς [[τώρα]] («επέδειξε τη [[δύναμη]] του χαρακτήρα του», «ἔν τ’ ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>επιδεικνύομαι</i><br />[[προβάλλω]] τα προσόντα μου ή [[συμπεριφέρομαι]] [[έτσι]] ώστε να [[προκαλώ]] την [[προσοχή]] τών άλλων<br /><b>αρχ.</b><br />[[υποδεικνύω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:02, 30 November 2022
English (LSJ)
v. ἐπιδείκνυμι.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
c. ἐπιδείκνυμι.
Étymologie: ἐπί, δεικνύω.
German (Pape)
= ἐπιδείκνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδεικνύω: Xen., Dem., Plut. = ἐπιδείκνυμι.
Greek Monolingual
(AM ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω)
1. παρουσιάζω, εμφανίζω, προβάλλω κάτι ως δείγμα, ως αξιόλογο για θέα ή ως πειστήριο (α. «επιδεικνύει τα νέα κοσμήματα, ή τα πειστήρια του εγκλήματος» β. «καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν»)
2. εμφανίζω και προβάλλω κάποιο προσόν ή γνώρισμά μου (α. «επιδεικνύει την ομορφιά της» β. «ἐπιδείξεις τὴν αὑτοῦ σοφίαν»)
3. φανερώνω κάτι που ήταν σχετικά άγνωστο ώς τώρα («επέδειξε τη δύναμη του χαρακτήρα του», «ἔν τ’ ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν»)
νεοελλ.
μέσ. επιδεικνύομαι
προβάλλω τα προσόντα μου ή συμπεριφέρομαι έτσι ώστε να προκαλώ την προσοχή τών άλλων
αρχ.
υποδεικνύω.