ἐπιδεικνύω

From LSJ

Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges

Menander, Monostichoi, 194
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδεικνύω Medium diacritics: ἐπιδεικνύω Low diacritics: επιδεικνύω Capitals: ΕΠΙΔΕΙΚΝΥΩ
Transliteration A: epideiknýō Transliteration B: epideiknyō Transliteration C: epideiknyo Beta Code: e)pideiknu/w

English (LSJ)

v. ἐπιδείκνυμι.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
c. ἐπιδείκνυμι.
Étymologie: ἐπί, δεικνύω.

German (Pape)

ἐπιδείκνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδεικνύω: Xen., Dem., Plut. = ἐπιδείκνυμι.

Greek Monolingual

(AM ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω)
1. παρουσιάζω, εμφανίζω, προβάλλω κάτι ως δείγμα, ως αξιόλογο για θέα ή ως πειστήριο (α. «επιδεικνύει τα νέα κοσμήματα, ή τα πειστήρια του εγκλήματος» β. «καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν»)
2. εμφανίζω και προβάλλω κάποιο προσόν ή γνώρισμά μου (α. «επιδεικνύει την ομορφιά της» β. «ἐπιδείξεις τὴν αὑτοῦ σοφίαν»)
3. φανερώνω κάτι που ήταν σχετικά άγνωστο ώς τώρα («επέδειξε τη δύναμη του χαρακτήρα του», «ἔν τ’ ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν»)
νεοελλ.
μέσ. επιδεικνύομαι
προβάλλω τα προσόντα μου ή συμπεριφέρομαι έτσι ώστε να προκαλώ την προσοχή τών άλλων
αρχ.
υποδεικνύω.