Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιδεικνύω

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδεικνύω Medium diacritics: ἐπιδεικνύω Low diacritics: επιδεικνύω Capitals: ΕΠΙΔΕΙΚΝΥΩ
Transliteration A: epideiknýō Transliteration B: epideiknyō Transliteration C: epideiknyo Beta Code: e)pideiknu/w

English (LSJ)

v. ἐπιδείκνυμι.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
c. ἐπιδείκνυμι.
Étymologie: ἐπί, δεικνύω.

German (Pape)

ἐπιδείκνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδεικνύω: Xen., Dem., Plut. = ἐπιδείκνυμι.

Greek Monolingual

(AM ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω)
1. παρουσιάζω, εμφανίζω, προβάλλω κάτι ως δείγμα, ως αξιόλογο για θέα ή ως πειστήριο (α. «επιδεικνύει τα νέα κοσμήματα, ή τα πειστήρια του εγκλήματος» β. «καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν»)
2. εμφανίζω και προβάλλω κάποιο προσόν ή γνώρισμά μου (α. «επιδεικνύει την ομορφιά της» β. «ἐπιδείξεις τὴν αὑτοῦ σοφίαν»)
3. φανερώνω κάτι που ήταν σχετικά άγνωστο ώς τώρα («επέδειξε τη δύναμη του χαρακτήρα του», «ἔν τ’ ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν»)
νεοελλ.
μέσ. επιδεικνύομαι
προβάλλω τα προσόντα μου ή συμπεριφέρομαι έτσι ώστε να προκαλώ την προσοχή τών άλλων
αρχ.
υποδεικνύω.