σύννοος: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σύννοος:''' стяж. [[σύννους]] 2<br /><b class="num">1</b> [[погруженный в раздумье]], [[размышляющий]], [[задумчивый]] Isocr., Plut., Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[озабоченный]], [[беспокойный]] ([[βλέμμα]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[рассудительный]], [[осторожный]] (σ. καὶ ταπεινὸς πρός τινα Plut.).
|elrutext='''σύννοος:''' стяж. [[σύννους]] 2<br /><b class="num">1</b> [[погруженный в раздумье]], [[размышляющий]], [[задумчивый]] Isocr., Plut., Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[озабоченный]], [[беспокойный]] ([[βλέμμα]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[рассудительный]], [[осторожный]] (σ. καὶ ταπεινὸς πρός τινα Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=[[σύννους]], σύννουν, ook zonder contr. [[σύννοος]], σύννοον &#91;[[σύν]], [[νοῦς]]] [[peinzend]]:. σύννους... πρὸς ἑαυτῷ = in gedachten verzonken Plut. Them. 3.4. ernstig:; ἀπὸ μὲν προσώπου σύννουν = ernstig van gelaatsuitdrukking Hp. Med. 1; bezonnen:. ἐποίησε... σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆς πολιορκίας = dit maakte dat hij bij zinnen kwam en het beleg opgaf Aristot. Pol. 1267a36.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύννοος:''' -ον, Αττ. συνηρ. -[[νους]], <i>-ουν</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που είναι βυθισμένος σε [[βαθιά]] [[περισυλλογή]], [[στοχαστικός]], [[σκεπτικός]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[περίσκεψη]], συλλογισμένος, σε Αριστ.
|lsmtext='''σύννοος:''' -ον, Αττ. συνηρ. -[[νους]], <i>-ουν</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που είναι βυθισμένος σε [[βαθιά]] [[περισυλλογή]], [[στοχαστικός]], [[σκεπτικός]], σε Ισοκρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[περίσκεψη]], συλλογισμένος, σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=σύννοος -οον, zie σύννους.
}}
}}

Revision as of 11:58, 4 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύννοος Medium diacritics: σύννοος Low diacritics: σύννοος Capitals: ΣΥΝΝΟΟΣ
Transliteration A: sýnnoos Transliteration B: synnoos Transliteration C: synnoos Beta Code: su/nnoos

English (LSJ)

ον, Att. contr. σύννους, ουν,
A in deep thought, thoughtful, Isoc.1.15, Plu.2.206b, etc.; σ. πρὸς ἑαυτῷ Id.Them.3.
2 anxious, gloomy, βλέμμα Arist.Pr.958a18, cf. Hp.Ep.15, D.H.4.66, etc.; grave, Hp.Medic.1.
3 thoughtful, circumspect, σ. γενέσθαι Arist. Pol.1267a36; τὸ σύννοον Phld.Vit.p.13 J.

German (Pape)

[Seite 1028] att. zsgz. σύννους, nachdenkend, in Gedanken vertieft, gedankenvoll, bedenklich, ernsthaft, sorgenvoll; dem σκυθρωπός entsprechend, Isocr. 1, 15; πρὸς ἑαυτῷ, Plut. Them. 3; Luc. Iov. trag. 1, u. öfter bei Sp.; – γίγνομαι, zu sich selbst, zur Besinnung kommen, Arist. pol. 2, 7; Plut. S. N. V. 3.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui réfléchit, pensif, méditatif.
Étymologie: σύν, νόος.

Russian (Dvoretsky)

σύννοος: стяж. σύννους 2
1 погруженный в раздумье, размышляющий, задумчивый Isocr., Plut., Luc.;
2 озабоченный, беспокойный (βλέμμα Arst.);
3 рассудительный, осторожный (σ. καὶ ταπεινὸς πρός τινα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύννους, σύννουν, ook zonder contr. σύννοος, σύννοον [σύν, νοῦς] peinzend:. σύννους... πρὸς ἑαυτῷ = in gedachten verzonken Plut. Them. 3.4. ernstig:; ἀπὸ μὲν προσώπου σύννουν = ernstig van gelaatsuitdrukking Hp. Med. 1; bezonnen:. ἐποίησε... σύννουν γενόμενον παύσασθαι τῆς πολιορκίας = dit maakte dat hij bij zinnen kwam en het beleg opgaf Aristot. Pol. 1267a36.

Greek (Liddell-Scott)

σύννοος: -ον, Ἀττικ. συνῃρ. -νους, ουν, ὁ βεβυθισμένος εἰς σκέψιν, σκεπτικός, Ἰσοκρ. 5Α, Πλούτ. 2. 206Β, κλπ.· σ. πρὸς ἑαυτῷ ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 3. 2) ἐστενοχωρημένος, κατηφής, βλέμμα Ἀριστ. Προβλ. 31. 7, 5, πρβλ. Ἱππ. 1277. 30, Διον. Ἁλ. 4. 66, κτλ. 3) περίφροντις, σ. γενέσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 17.

Greek Monotonic

σύννοος: -ον, Αττ. συνηρ. -νους, -ουν·
1. αυτός που είναι βυθισμένος σε βαθιά περισυλλογή, στοχαστικός, σκεπτικός, σε Ισοκρ.
2. αυτός που βρίσκεται σε περίσκεψη, συλλογισμένος, σε Αριστ.