ὀβριμοεργός: Difference between revisions

From LSJ

Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui agit avec force <i>ou</i> violence, <i>particul.</i> hardi, audacieux, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[ὄβριμος]], [[ἔργον]].
|btext=ός, όν :<br />qui agit avec force <i>ou</i> violence, <i>particul.</i> [[hardi]], [[audacieux]], [[terrible]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄβριμος]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:40, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀβρῐμοεργός Medium diacritics: ὀβριμοεργός Low diacritics: οβριμοεργός Capitals: ΟΒΡΙΜΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: obrimoergós Transliteration B: obrimoergos Transliteration C: ovrimoergos Beta Code: o)brimoergo/s

English (LSJ)

όν, doing strong deeds, but always in bad sense, doing deeds of violence or wrong, esp. against the gods, σχέτλιος, ὀ. Il.5.403; ἀτάσθαλον, ὀ. 22.418, cf. Hes.Th.996, Callin.3.

German (Pape)

[Seite 289] starke, gewaltige Thaten thuend, bes. Frevelhaftes gegen die Götter unternehmend; Il. 5, 403. 22, 418; Hes. Th. 996; Callinic. bei Strab. XIV, 647; Man. 5, 177.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui agit avec force ou violence, particul. hardi, audacieux, terrible.
Étymologie: ὄβριμος, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

ὀβρῐμοεργός: дерзновенный, нечестивый, преступный Hom., Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβρῐμοεργός: -όν, ὁ ἰσχυρὰ ἔργα ἐκτελῶν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ πράττων βίαια ἔργα ἄδικος, ἰδίως ἐναντίον τῶν θεῶν, ἀνόσιος, σχέτλιος, ὀβριμοεργὸς Ἰλ. Ε. 403· ἀτάσθαλον, ὀβρ. Χ. 418, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 996.

English (Autenrieth)

(ϝέργον): worker of grave or monstrous deeds, Il. 5.403 and Il. 22.418.

Greek Monolingual

ὀβριμοεργός, -όν (Α)
(επικ. τ.)
1. αυτός που εκτελεί ισχυρά, δηλ. βίαια έργα
2. (κατ' επέκτ.) άδικος, ιδίως προς τους θεούς, ασεβής, ανόσιοςσχέτλιος, ὀβριμοεργός, ὅς οὐκ ὅθετ' αἴσυλα (ῥέζων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + -εργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

ὀβρῐμοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που βιαιοπραγεί, ανόσιος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὀβρῐμο-εργός, όν [*ἔργω
doing deeds of violence, Il.