ἀπόμαχος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est loin du | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui est loin du combat]] ; libéré du service actif;<br /><b>2</b> [[impropre au combat]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μάχη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:07, 7 December 2022
English (LSJ)
ον, (μάχη) A unfit for service, disabled, X.An.3.4.32, 4.1.13, Arr.Tact.12.4, Agath.3.22. II absent from the fight, of Achilles, AP9.467 tit., cf. Agath.2.7.
Spanish (DGE)
-ον
1 inútil, que esta fuera de combate πολλοὶ γὰρ ἦσαν οἱ ἀπόμαχοι X.An.3.4.32, cf. 4.1.13, Arr.Tact.12.4, οἱ μὲν ἔτι ἀμυνόμενοι ἀντεῖχον, ἔνιοι δὲ καὶ ἀπόμαχοι ἐγίγνοντο Agath.3.22.2.
2 que permanece apartado de la lucha μετὰ τῶν ἀπομάχων Polyaen.4.6.17, ἀπόμαχοι ἔσεσθαι διενοοῦντο Agath.2.7.4, ἀπόμαχός ἐστιν Ἀχιλλεύς AP 9.467 (tít), τῷ δ' Ἀχιλλεύς τε καὶ ἡ Μυρμιδόνων φάλαγξ ἀπόμαχος ἦν Synes.Insomn.13 (p.174), cf. Them.Or.18.221a, Socr.Sch.HE 2.11.5
•milit. retirado de soldados, op. ‘veterano’, Lyd.Mag.1.47.
3 invencible ἐν τοῖς ἀληθινοῖς ἀγῶσιν ἀπόμαχος μένει de la ley de Moisés, Gr.Nyss.V.Mos.2 (p.81).
German (Pape)
[Seite 314] (μάχη), nicht am Kampf theilnehmend, zum Kampf untauglich, von Verwundeten u. anders Beschäftigten, Xen. An. 3, 4, 32. 4, 1, 13; Arr. An. 3, 9, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui est loin du combat ; libéré du service actif;
2 impropre au combat.
Étymologie: ἀπό, μάχη.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόμᾰχος:
1 небоеспособный Xen.;
2 не принимающий участия в боях (Ἀχιλλεύς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόμᾰχος: -ον, (μάχη) ὁ μὴ μαχόμενος, ὁ μὴ δυνάμενος πλέον νὰ μάχηται, ἀνίκανος πρὸς πόλεμον, ἄχρηστος, Λατ. causarius, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 32., 4. 1, 13.
Greek Monolingual
ο (Α ἀπόμαχος, -ον)
νεοελλ.
1. απόστρατος
2. αυτός που έχει αποσυρθεί από την εργασία ή την υπηρεσία του
αρχ.
εκείνος που δεν μπορεί πλέον να μάχεται.
Greek Monotonic
ἀπόμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που πλέον δεν μάχεται, που δεν είναι πλέον σε θέση να μάχεται, σε Ξεν.
Middle Liddell
μάχη
past fighting, past service, Xen.
Mantoulidis Etymological
(=ὁ ἀνίκανος γιά πόλεμο). Σύνθετο ἀπό τήν πρόθ. ἀπό + μάχη. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μάχομαι.