ἀκροατής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(οῦ, ὁ ([[ἀκροάομαι]] ([[see]] the [[preceding]] [[word]])), a [[hearer]]: [[τοῦ]] νόμου, [[τοῦ]] λόγου, [[Thucydides]], Isocrates, [[Plato]], [[Demosthenes]], [[Plutarch]].)
|txtha=(οῦ, ὁ ([[ἀκροάομαι]] ([[see]] the [[preceding]] [[word]])), a [[hearer]]: τοῦ νόμου, τοῦ λόγου, [[Thucydides]], Isocrates, [[Plato]], [[Demosthenes]], [[Plutarch]].)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:40, 9 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροᾱτής Medium diacritics: ἀκροατής Low diacritics: ακροατής Capitals: ΑΚΡΟΑΤΗΣ
Transliteration A: akroatḗs Transliteration B: akroatēs Transliteration C: akroatis Beta Code: a)kroath/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A hearer, of persons who come to hear a public speaker, Th.3.38, Pl.R.536c, D.18.7, Men.286, etc.; disciple, pupil, Arist.Pol.1274a29, cf. EN 1095a2. II reader, Plu.Thes.1, Lys.12.

Spanish (DGE)

(ἀκροᾱτής) -οῦ, ὁ
1 oyente Hp.Nat.Hom.1, Th.3.38, Pl.R.536c, D.18.7, Men.Cith.fr.6, LXX Si.3.29, Demetr.Eloc.222, Ph.1.217, Plu.2.17a, D.C.59.5.4, ἀνάγκη δὲ τὸν ἀκροατὴν ἢ θεωρὸν εἶναι ἢ κριτήν por fuerza el oyente ha de ser simple espectador o juez Arist.Rh.1358b2
oyente, para nosotros lector por la especial difusión de la literatura por lecturas públicas, dicho por el escritor al dirigirse a sus propios lectores πρὸς ἓν γένος ἀκροατῶν οἰκειοῦσθαι que conviene sólo a cierta clase de lectores Plb.9.1.2, cf. 5, εὐγνωμόνων ἀκροατῶν benévolos lectores Plu.Thes.1
plu. fieles en los templos, Hippol.Haer.5.8.29.
2 árbitro, mediador ὁ στρατηγὸς ἀ. [ἀπ] εφήνατο PCol.285.14 (IV d.C.), τῆς ὑποθέσεως Stud.Pal.3.402.3 (VI d.C.), cf. PLond.1708.151 (VI d.C.), Epiph.Const.Haer.71.1 (p.250.9).
3 discípulo, de la escuela de c. gen. Θάλητος Arist.Pol.1274a29, cf. EN 1095a2, Plu.2.840b, Herm.Vis.1.3.3.

German (Pape)

[Seite 82] ὁ, Hörer, Zuhörer, von Thuc. an (3, 38) oft bei Att.; bei Plut. auch der Leser, z. B. Thes. 1, Timol. 15.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 auditeur ; disciple;
2 lecteur.
Étymologie: ἀκροάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροᾱτής: οῦ ὁ
1 слушатель Plat.: ἀκροαταὶ τῶν ἔργων Thuc. слушающие рассказы о (великих) деяниях;
2 слушатель, ученик (Θάλητος Arst.);
3 читатель Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀκούων, Λατ. auditor, ἐπὶ προσώπων, οἵτινες ἔρχονται ἵνα ἀκούσωσι δημηγόρον ἀγορεύοντα, Θουκ. 3. 38., Πλάτ., κτλ.: ὁ ἀκροώμενος διδάσκαλόν τινα, ὁμιλητής, μαθητής, Ἀριστ. Πολ. 2. 12. 7· πρβλ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 5. ΙΙ. ὁ ἀναγινώσκων, ὁ ἀναγνώστης, Πλουτ. Θησ. 1, Λύσανδ. 12.

English (Strong)

from akroaomai (to listen; apparently an intensive of ἀκούω); a hearer (merely): hearer.

English (Thayer)

(οῦ, ὁ (ἀκροάομαι (see the preceding word)), a hearer: τοῦ νόμου, τοῦ λόγου, Thucydides, Isocrates, Plato, Demosthenes, Plutarch.)

Greek Monolingual

ο (Α ἀκροατής) (Ν θηλ. ακροάτρια) ἀκροῶμαι
1. αυτός που ακούει κάποιον που μιλάει
2. αυτός που παρακολουθεί δημόσια ομιλία, θεατρική παράσταση, συναυλία, δίκη κ.λπ.
νεοελλ.
αυτός που παρακολουθεί πανεπιστημιακά ή άλλα μαθήματα χωρίς να είναι εγγεγραμμένος ως κανονικός φοιτητής, χωρίς όμως και να έχει ούτε τα δικαιώματα, ούτε και τις υποχρεώσεις τών κανονικά εγγεγραμμένων φοιτητών ή μαθητών
αρχ.
1. μαθητής, οπαδός
2. αναγνώστης.

Greek Monotonic

ἀκροᾱτής: -οῦ, ὁ (ἀκροάομαι),
I. ακροατής, Λατ. auditor, σε Θουκ. κ.λπ.· λάτρης, οπαδός, απόστολος, μαθητής, σε Αριστ.
II. αναγνώστης, ομιλητής, κήρυκας, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀκροάομαι
I. a hearer, Lat. auditor, Thuc., etc.: a disciple, Arist.
II. a lecturer, Plut.

Chinese

原文音譯:¢kroat»j 阿克羅阿帖士
詞類次數:名詞(4)
原文字根:傾聽(者)
字義溯源:聽者,聽,傾聽者;源自(ἀκρίς)X*=傾聽),而 (ἀκρίς)X*出自(ἀκουστός / ἀκούω)*=聽見)。新約四次使用這字都是消極方面的,聽而不行。主耶穌說,聽見他的話不去行的,好比無知的人,把房子蓋在沙土上,經不起雨淋,水沖,風吹的撞擊( 太7:27,28)
出現次數:總共(4);羅(1);雅(3)
譯字彙編
1) 聽者(3) 雅1:22; 雅1:23; 雅1:25;
2) 聽⋯的(1) 羅2:13

English (Woodhouse)

hearer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)