ἐπινήχομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epinichomai
|Transliteration C=epinichomai
|Beta Code=e)pinh/xomai
|Beta Code=e)pinh/xomai
|Definition=Dor.ἐπινεφελ-νάχ-[ᾱ], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[swim upon]], πόντῳ <span class="bibl">Batr.107</span>, cf.<span class="bibl">Cerc. 17.11</span>; [[flow over]], τοῖς πεδίοις <span class="bibl">Hdn.8.4.3</span>; <b class="b3">παιδὸς ἐπενάχετο φωνά</b> [[floated on]] the stream, <span class="bibl">Theoc.23.61</span>; [[float]], ὑγρὸν -όμενον ταῖς κρήναις Dsc.1.73, cf. <span class="bibl">Sor.1.115</span>, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>1.22</span>; opp. [[καταδύεσθαι]], <span class="title">Gp.</span> 7.8.2; of Noah, <span class="bibl">Ph.1.455</span>; [[ἀέρι]] ib.<span class="bibl">602</span>: metaph., ib.<span class="bibl">166</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span> 270</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span>. [[swim to]] or [[over to]], c. acc., <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>21</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span>. [[swim]] [[against]], [[attack]], ἄλλῳ ἐ. ἄλλος πότμον ἄγων <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.46</span>.</span>
|Definition=Dor. [[ἐπινάχομαι]] [ᾱ],<br><span class="bld">A</span> [[swim upon]], πόντῳ Batr.107, cf.Cerc. 17.11; [[flow over]], τοῖς πεδίοις Hdn.8.4.3; <b class="b3">παιδὸς ἐπενάχετο φωνά</b> [[float]]ed on the [[stream]], Theoc.23.61; [[float]], ὑγρὸν ἐπινηχόμενον ταῖς κρήναις Dsc.1.73, cf. Sor.1.115, Alex.Aphr.''Pr.''1.22; opp. [[καταδύεσθαι]], ''Gp.'' 7.8.2; of Noah, Ph.1.455; [[ἀέρι]] ib.602: metaph., ib.166, Dam.''Pr.'' 270.<br><span class="bld">2</span>. [[swim to]] or [[swim over to]], c. acc., Call.''Del.''21.<br><span class="bld">3</span>. [[swim against]], [[attack]], ἄλλῳ ἐ. ἄλλος πότμον ἄγων Opp.''H.''2.46.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0965.png Seite 965]] darauf-, darüber hin schwimmen, πόντῳ Batrach. 106; ἐπενάχετο Theocr. 23, 61; Leon. Al. 15 (IX, 42); auch Hdn. 8, 4, 11; – an Etwas heranschwimmen, νῆσον Callim. Del. 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0965.png Seite 965]] darauf-, darüber hin schwimmen, πόντῳ Batrach. 106; ἐπενάχετο Theocr. 23, 61; Leon. Al. 15 (IX, 42); auch Hdn. 8, 4, 11; – an Etwas heranschwimmen, νῆσον Callim. Del. 21.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[nager sur]], [[flotter sur]], τινι;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la voix</i> [[se faire entendre sur l'eau]];<br /><b>3</b> [[nager vers]], acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νήχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπινήχομαι:''' дор. [[ἐπινάχομαι]]<br /><b class="num">1</b> (по чему-л.) [[плавать]], [[плыть]] Batr., Anth.;<br /><b class="num">2</b> [[доноситься]] (παιδὸς ἐπενάχετο [[φωνά]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπινήχομαι''': μέλλ. -ξομαι, Ἀποθ., νήχομαι, κολυμβῶ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, μέσῳ δ’ ἐπενήχετο πόντῳ Βατραχομ. 107· [[πλημμυρίζω]], [[κατακλύζω]], τοῖς πεδίοις Ἡρῳδιαν. 8. 4· παιδὸς δ’ ἐπενάχετο φωνά, ὅ. ἐ. ἀνήρχοντο ἐκ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Θεόκρ. 23. 61· [[ἁπλῶς]], [[ἐπιπολάζω]], [[ἐπιπλέω]], Φίλων 1. 14. 2) κολυμβῶ πρὸς ἢ εἰς, μετ’ αἰτ., Σαρδὼ θ’ ἱμερόεσσα, καὶ ἣν ἐπενήξατο [[Κύπρις]] Καλλ. εἰς Δῆλ. 21.
|lstext='''ἐπινήχομαι''': μέλλ. -ξομαι, Ἀποθ., νήχομαι, κολυμβῶ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, μέσῳ δ’ ἐπενήχετο πόντῳ Βατραχομ. 107· [[πλημμυρίζω]], [[κατακλύζω]], τοῖς πεδίοις Ἡρῳδιαν. 8. 4· παιδὸς δ’ ἐπενάχετο φωνά, ὅ. ἐ. ἀνήρχοντο ἐκ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, Θεόκρ. 23. 61· [[ἁπλῶς]], [[ἐπιπολάζω]], [[ἐπιπλέω]], Φίλων 1. 14. 2) κολυμβῶ πρὸς ἢ εἰς, μετ’ αἰτ., Σαρδὼ θ’ ἱμερόεσσα, καὶ ἣν ἐπενήξατο [[Κύπρις]] Καλλ. εἰς Δῆλ. 21.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> nager sur, flotter sur, τινι;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la voix</i> se faire entendre sur l’eau;<br /><b>3</b> nager vers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νήχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπινήχομαι]] (AM) (Α και δωρ. τ. [[ἐπινάχομαι]])<br /><b>1.</b> [[κολυμπώ]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[επιπλέω]], βρίσκομαι στην [[επιφάνεια]]<br /><b>3.</b> [[επαναπαύομαι]] («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῑς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανέρχομαι]], ακούγομαι [[μέσα]] από το [[νερό]] («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (<b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλημμυρίζω]], [[κατακλύζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[νήχομαι]] «[[κολυμπώ]]», παράλλ. τ. του <i>νέω</i> (III) «[[κολυμπώ]]»].
|mltxt=[[ἐπινήχομαι]] (AM) (Α και δωρ. τ. [[ἐπινάχομαι]])<br /><b>1.</b> [[κολυμπώ]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[επιπλέω]], βρίσκομαι στην [[επιφάνεια]]<br /><b>3.</b> [[επαναπαύομαι]] («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῖς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανέρχομαι]], ακούγομαι [[μέσα]] από το [[νερό]] («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (<b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλημμυρίζω]], [[κατακλύζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[νήχομαι]] «[[κολυμπώ]]», παράλλ. τ. του <i>νέω</i> (III) «[[κολυμπώ]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπινήχομαι:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αποθ., [[κολυμπώ]] στην [[επιφάνεια]], σε Βατραχομ.· <i>ἐπενάχετο φωνά</i>, η [[φωνή]] ανήλθε από τον Κάτω Κόσμο, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐπινήχομαι:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αποθ., [[κολυμπώ]] στην [[επιφάνεια]], σε Βατραχομ.· <i>ἐπενάχετο φωνά</i>, η [[φωνή]] ανήλθε από τον Κάτω Κόσμο, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπινήχομαι:''' дор. [[ἐπινάχομαι]]<br /><b class="num">1)</b> (по чему-л.) плавать, плыть Batr., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> доноситься (παιδὸς ἐπενάχετο [[φωνά]] Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξομαι<br />Dep. to [[swim]] [[upon]], Batr.; ἐπενάχετο φωνά the [[voice]] came up to [[earth]], Theocr.
|mdlsjtxt=fut. ξομαι<br />Dep. to [[swim]] [[upon]], Batr.; ἐπενάχετο φωνά the [[voice]] came up to [[earth]], Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 18:11, 7 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινήχομαι Medium diacritics: ἐπινήχομαι Low diacritics: επινήχομαι Capitals: ΕΠΙΝΗΧΟΜΑΙ
Transliteration A: epinḗchomai Transliteration B: epinēchomai Transliteration C: epinichomai Beta Code: e)pinh/xomai

English (LSJ)

Dor. ἐπινάχομαι [ᾱ],
A swim upon, πόντῳ Batr.107, cf.Cerc. 17.11; flow over, τοῖς πεδίοις Hdn.8.4.3; παιδὸς ἐπενάχετο φωνά floated on the stream, Theoc.23.61; float, ὑγρὸν ἐπινηχόμενον ταῖς κρήναις Dsc.1.73, cf. Sor.1.115, Alex.Aphr.Pr.1.22; opp. καταδύεσθαι, Gp. 7.8.2; of Noah, Ph.1.455; ἀέρι ib.602: metaph., ib.166, Dam.Pr. 270.
2. swim to or swim over to, c. acc., Call.Del.21.
3. swim against, attack, ἄλλῳ ἐ. ἄλλος πότμον ἄγων Opp.H.2.46.

German (Pape)

[Seite 965] darauf-, darüber hin schwimmen, πόντῳ Batrach. 106; ἐπενάχετο Theocr. 23, 61; Leon. Al. 15 (IX, 42); auch Hdn. 8, 4, 11; – an Etwas heranschwimmen, νῆσον Callim. Del. 21.

French (Bailly abrégé)

1 nager sur, flotter sur, τινι;
2 en parl. de la voix se faire entendre sur l'eau;
3 nager vers, acc..
Étymologie: ἐπί, νήχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινήχομαι: дор. ἐπινάχομαι
1 (по чему-л.) плавать, плыть Batr., Anth.;
2 доноситься (παιδὸς ἐπενάχετο φωνά Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινήχομαι: μέλλ. -ξομαι, Ἀποθ., νήχομαι, κολυμβῶ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, μέσῳ δ’ ἐπενήχετο πόντῳ Βατραχομ. 107· πλημμυρίζω, κατακλύζω, τοῖς πεδίοις Ἡρῳδιαν. 8. 4· παιδὸς δ’ ἐπενάχετο φωνά, ὅ. ἐ. ἀνήρχοντο ἐκ τοῦ κάτω κόσμου, Θεόκρ. 23. 61· ἁπλῶς, ἐπιπολάζω, ἐπιπλέω, Φίλων 1. 14. 2) κολυμβῶ πρὸς ἢ εἰς, μετ’ αἰτ., Σαρδὼ θ’ ἱμερόεσσα, καὶ ἣν ἐπενήξατο Κύπρις Καλλ. εἰς Δῆλ. 21.

Greek Monolingual

ἐπινήχομαι (AM) (Α και δωρ. τ. ἐπινάχομαι)
1. κολυμπώ στην επιφάνεια
2. επιπλέω, βρίσκομαι στην επιφάνεια
3. επαναπαύομαι («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῖς»)
αρχ.
1. ανέρχομαι, ακούγομαι μέσα από το νερό («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (Θεόκρ.)
2. πλημμυρίζω, κατακλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νήχομαι «κολυμπώ», παράλλ. τ. του νέω (III) «κολυμπώ»].

Greek Monotonic

ἐπινήχομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ., κολυμπώ στην επιφάνεια, σε Βατραχομ.· ἐπενάχετο φωνά, η φωνή ανήλθε από τον Κάτω Κόσμο, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

fut. ξομαι
Dep. to swim upon, Batr.; ἐπενάχετο φωνά the voice came up to earth, Theocr.