μελαντειχής: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />aux murs noirs.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[τεῖχος]]. | |btext=ής, ές :<br />[[aux murs noirs]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[τεῖχος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελαντειχής:''' [[черностенный]] ([[δόμος]] Περσεφόνης Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελαντειχής:''' -ές ([[τεῖχος]]), αυτός που περιβάλλεται από μαύρα (σκούρα) τείχη, σε Πίνδ. | |lsmtext='''μελαντειχής:''' -ές ([[τεῖχος]]), αυτός που περιβάλλεται από μαύρα (σκούρα) τείχη, σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μελαν-τειχής, ές [[τεῖχος]]<br />[[black]]-[[walled]], Pind. | |mdlsjtxt=μελαν-τειχής, ές [[τεῖχος]]<br />[[black]]-[[walled]], Pind. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:56, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, black-walled, δόμος Φερσεφόνας Pi. O. 14.20.
German (Pape)
[Seite 120] δόμος, Περσεφόνης, mit schwarzen Mauern, Pind. Ol. 14, 20.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
aux murs noirs.
Étymologie: μέλας, τεῖχος.
Russian (Dvoretsky)
μελαντειχής: черностенный (δόμος Περσεφόνης Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
μελαντειχής: -ές, ὁ ἔχων μέλανα τείχη, δόμος Περσεφόνης Πινδ. Ο. 14. 28, ἔνθα ὁ Bückh μελανοτειχής.
English (Slater)
μελαντειχής with black walls μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλθ, Ἀχοῖ (μειλαντειχέα Maas) (O. 14.20)
Greek Monolingual
μελαντειχής, -ές (Α)
αυτός που έχει μαύρα τείχη («μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσεφόνας ἔλυθα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -τειχής (< τεῖχος), πρβλ. αμφιτειχής, χαλκοτειχής].
Greek Monotonic
μελαντειχής: -ές (τεῖχος), αυτός που περιβάλλεται από μαύρα (σκούρα) τείχη, σε Πίνδ.