νεήφατος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui se fait entendre pour la première fois.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[φημί]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui se fait entendre pour la première fois]].<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[φημί]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:10, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, poet. for νεόφατος, newly revealed, ὄσσα h.Merc.443.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se fait entendre pour la première fois.
Étymologie: νέος, φημί.
German (Pape)
poet. statt νεόφατος, neu gesprochen, neu ertönend, von einem nie zuvor gehörten Klange, H.h. Merc. 443, Gegensatz παλαίφατος.
Russian (Dvoretsky)
νεήφᾰτος: впервые услышанный, совершенно новый (ὄσσα HH).
Greek (Liddell-Scott)
νεήφᾰτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ νεόφατος, νεωστὶ ἐκφωνηθείς, νεοφώνητος, νεωστὶ λεχθείς, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 443, ἀντίθετον τῷ παλαίφατος.
Greek Monolingual
νεήφατος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που λέχθηκε ή που ακούστηκε για πρώτη φορά, ο λεγόμενος για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -φατος (< φημί), πρβλ. θεό-φατος, παλαί-φατος. Το -η- του τ. (αντί νεόφατος) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
Greek Monotonic
νεήφᾰτος: -ον, ποιητ. λέξη αντί νεόφατος, αυτός που εκφωνήθηκε πρόσφατα, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
νεή-φᾰτος, ον
new-sounding, Hhymn.