χαλκήρης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(Autenrieth)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalkiris
|Transliteration C=chalkiris
|Beta Code=xalkh/rhs
|Beta Code=xalkh/rhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">furnished</b> or <b class="b2">fitted with bronze</b>, of spears and arrows <b class="b2">tipped</b> or <b class="b2">armed with bronze</b>, <b class="b3">ξυστόν, δόρυ, ὀϊστός, ἰοί</b>, <span class="bibl">Il.4.469</span>, <span class="bibl">5.145</span>, <span class="bibl">13.650</span>, <span class="bibl">Od.1.262</span>; <b class="b3">χαλκήρεον</b> (sic) ἔγχος Pancrat. in <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1085.6</span>; <b class="b3">κυνέη, κόρυς</b>, <span class="bibl">Il.3.316</span>, <span class="bibl">15.535</span>; σάκη <span class="bibl">17.268</span>; generally, χ. τεύχεα <span class="bibl">15.544</span>; <b class="b3">χ. στόλος</b>, of a ship's beak, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>408</span>; ναῦς χ. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>42</span>, <span class="bibl"><span class="title">Sull.</span>22</span>.</span>
|Definition=ες, [[furnished with bronze]] or [[fitted with bronze]], of [[spear]]s and [[arrow]]s [[tip]]ped or [[arm]]ed with [[bronze]], [[ξυστόν]], [[δόρυ]], [[ὀϊστός]], ἰοί, Il.4.469, 5.145, 13.650, Od.1.262; [[χαλκήρεον]] (sic) [[ἔγχος]] Pancrat. in POxy.1085.6; [[κυνέη]], [[κόρυς]], Il.3.316, 15.535; σάκη 17.268; generally, χ. τεύχεα 15.544; χ. [[στόλος]], of a [[ship]]'s [[beak]], A.Pers.408; ναῦς χ. Plu.Demetr.42, Sull.22.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[garni en airain]].<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], *ἄρω.
}}
{{pape
|ptext=ες, gen. εος, <i>mit Erz od. [[Kupfer]] [[versehen]], [[ehern]]</i>; oft bei Hom. als [[Beiwort]] verschiedener [[Waffen]], z.B. [[κυνέη]] <i>Il</i>. 3.316, [[κόρυς]] 15.535, [[δόρυ]] 5.145, [[ξυστόν]] 11.260, [[ἔγχος]] 18.534, τεύχεα 15.544, [[ὀϊστός]] 13.650, σάκεα. 17.268; εὐθὺς δὲ [[ναῦς]] ἐν νηῒ χαλκήρη στόλον ἔπαισεν Aesch. <i>Pers</i>. 400. – Später auch von [[Menschen]], <i>mit Erz [[gewaffnet]]</i>. Vgl. [[χαλκοάρης]].
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκήρης:''' [[отделанный]], [[обитый или украшенный медью]] ([[κυνέη]], [[δόρυ]] Hom.; [[στόλος]] Aesch.; [[ναῦς]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκήρης''': -ες, γεν. εος, ἡρμοσμένος μὲ χαλκόν, ἐπὶ δοράτων καὶ βελῶν ὧν ἡ αἰχμὴ κατεσκευάζετο ἐκ χαλκοῦ, Ἰλ. Δ. 469, Ε. 145, Ν. 650, Ὀδ. Α. 262, κλπ.· ἐπὶ περικεφαλαιῶν, Ἰλ. Γ. 316, Ο. 535· ἐπὶ ἀσπίδων, Ρ. 268· [[καθόλου]] ἐπὶ παντὸς ὅπλου, χ. τεύχεα Ο. 544· χ. [[στόλος]], ἐπὶ ἐμβόλου πλοίου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 408· χ. [[ναῦς]] Πλουτ. Δημήτρ. 42, Σύλλ. 22. ― Πρβλ. [[χαλκοάρης]].
|lstext='''χαλκήρης''': -ες, γεν. εος, ἡρμοσμένος μὲ χαλκόν, ἐπὶ δοράτων καὶ βελῶν ὧν ἡ αἰχμὴ κατεσκευάζετο ἐκ χαλκοῦ, Ἰλ. Δ. 469, Ε. 145, Ν. 650, Ὀδ. Α. 262, κλπ.· ἐπὶ περικεφαλαιῶν, Ἰλ. Γ. 316, Ο. 535· ἐπὶ ἀσπίδων, Ρ. 268· [[καθόλου]] ἐπὶ παντὸς ὅπλου, χ. τεύχεα Ο. 544· χ. [[στόλος]], ἐπὶ ἐμβόλου πλοίου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 408· χ. [[ναῦς]] Πλουτ. Δημήτρ. 42, Σύλλ. 22. ― Πρβλ. [[χαλκοάρης]].
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />garni en airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], *ἄρω.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ες ([[ἀραρίσκω]]): fitted [[with]] [[bronze]], [[bronze]]-[[mounted]], brazenshod.
|auten=ες ([[ἀραρίσκω]]): fitted [[with]] [[bronze]], [[bronze]]-[[mounted]], brazenshod.
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρες, και ποιητ. τ. [[χαλκοάρης]] και [[χαλκοάρας]], -ες, Α<br /><b>1.</b> επενδεδυμένος με χαλκό («χαλκήρεα τεύχεα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) εφοδιασμένος με χάλκινο [[έμβολο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ήρης]] (Ι), [[πρβλ]]. [[χρυσήρης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλκήρης:''' -ες, γεν. <i>-εος</i> ([[ἀραρίσκω]]), κατασκευασμένος από χαλκό, σφυρηλατημένος με χαλκό, λέγεται για όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χαλ-κήρης, ες [[ἀραρίσκω]]<br />fitted with [[brass]], tipped with [[brass]], of [[arms]], Il.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[χαλκός]] + ἀραρεῖν ([[ἀραρίσκω]] = [[προσαρμόζω]], [[ἑνώνω]]). Δές γιά παράγωγα στή λέξη [[χαλκός]].
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκήρης Medium diacritics: χαλκήρης Low diacritics: χαλκήρης Capitals: ΧΑΛΚΗΡΗΣ
Transliteration A: chalkḗrēs Transliteration B: chalkērēs Transliteration C: chalkiris Beta Code: xalkh/rhs

English (LSJ)

ες, furnished with bronze or fitted with bronze, of spears and arrows tipped or armed with bronze, ξυστόν, δόρυ, ὀϊστός, ἰοί, Il.4.469, 5.145, 13.650, Od.1.262; χαλκήρεον (sic) ἔγχος Pancrat. in POxy.1085.6; κυνέη, κόρυς, Il.3.316, 15.535; σάκη 17.268; generally, χ. τεύχεα 15.544; χ. στόλος, of a ship's beak, A.Pers.408; ναῦς χ. Plu.Demetr.42, Sull.22.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
garni en airain.
Étymologie: χαλκός, *ἄρω.

German (Pape)

ες, gen. εος, mit Erz od. Kupfer versehen, ehern; oft bei Hom. als Beiwort verschiedener Waffen, z.B. κυνέη Il. 3.316, κόρυς 15.535, δόρυ 5.145, ξυστόν 11.260, ἔγχος 18.534, τεύχεα 15.544, ὀϊστός 13.650, σάκεα. 17.268; εὐθὺς δὲ ναῦς ἐν νηῒ χαλκήρη στόλον ἔπαισεν Aesch. Pers. 400. – Später auch von Menschen, mit Erz gewaffnet. Vgl. χαλκοάρης.

Russian (Dvoretsky)

χαλκήρης: отделанный, обитый или украшенный медью (κυνέη, δόρυ Hom.; στόλος Aesch.; ναῦς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκήρης: -ες, γεν. εος, ἡρμοσμένος μὲ χαλκόν, ἐπὶ δοράτων καὶ βελῶν ὧν ἡ αἰχμὴ κατεσκευάζετο ἐκ χαλκοῦ, Ἰλ. Δ. 469, Ε. 145, Ν. 650, Ὀδ. Α. 262, κλπ.· ἐπὶ περικεφαλαιῶν, Ἰλ. Γ. 316, Ο. 535· ἐπὶ ἀσπίδων, Ρ. 268· καθόλου ἐπὶ παντὸς ὅπλου, χ. τεύχεα Ο. 544· χ. στόλος, ἐπὶ ἐμβόλου πλοίου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 408· χ. ναῦς Πλουτ. Δημήτρ. 42, Σύλλ. 22. ― Πρβλ. χαλκοάρης.

English (Autenrieth)

ες (ἀραρίσκω): fitted with bronze, bronze-mounted, brazenshod.

Greek Monolingual

-ῆρες, και ποιητ. τ. χαλκοάρης και χαλκοάρας, -ες, Α
1. επενδεδυμένος με χαλκό («χαλκήρεα τεύχεα», Ομ. Ιλ.)
2. (για πλοίο) εφοδιασμένος με χάλκινο έμβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ήρης (Ι), πρβλ. χρυσήρης.

Greek Monotonic

χαλκήρης: -ες, γεν. -εος (ἀραρίσκω), κατασκευασμένος από χαλκό, σφυρηλατημένος με χαλκό, λέγεται για όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

χαλ-κήρης, ες ἀραρίσκω
fitted with brass, tipped with brass, of arms, Il.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό χαλκός + ἀραρεῖν (ἀραρίσκω = προσαρμόζω, ἑνώνω). Δές γιά παράγωγα στή λέξη χαλκός.