ἱππηλάσιος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />propre aux courses de char.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππήλατος]]. | |btext=α, ον :<br />][[propre aux courses de char]].<br />'''Étymologie:''' [[ἱππήλατος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 16:50, 8 January 2023
English (LSJ)
α, ον, fit for riding or driving, ἱππηλασίη ὁδός chariot-road, Il. 7.340.
German (Pape)
[Seite 1258] α, ον, zum Fahren od. Reiten tauglich, ὁδός, Fahrweg, Il. 7, 340. 439.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
]propre aux courses de char.
Étymologie: ἱππήλατος.
Russian (Dvoretsky)
ἱππηλάσιος: (ᾰ) годный для проезда, т. е. удобный, широкий (ὁδός Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππηλάσιος: -α, -ον, (ἐλαύνω) ὡς τὸ ἱππήλατος, ἁρμόδιος πρὸς ἱππασίαν ἢ ἁρματηλασίαν, ἱππ. ὁδός, ἁμαξιτός, Ἰλ. Η. 340, 439.
English (Autenrieth)
(ἐλαύνω): for driving chariots; ἱππηλασίη ὁδός, Il. 7.340 and 439.
Greek Monolingual
-ία, -ιο(ν) (Α ἱππηλάσιος, -ία και -ίη, -ον) ιππηλάτης
το θηλ. ως ουσ. η ιππηλασία
το τρέξιμο με άλογο, η ιπποδρομία (α. «έμπειρος στην ιππηλασία» β. «ἐκεῖνος... οὐκ ἐφαίνετο ἐκ τῆς ἱππηλασίας», Βέλθ.
γ. «πρὸ τῆς συνεχοῦς ἱππηλασίας ἀπειρηκυῑαν ὁρῶντες», Ηλιόδ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππηλάσιον
το τρέξιμο με άλογα
αρχ.
Greek Monotonic
ἱππηλάσιος: -α, -ον (ἐλαύνω), = ἱππήλατος· ἱππηλασία ὁδός, δρόμος κατάλληλος για τη διέλευση αρμάτων, δρόμος αμαξιτός, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἱππ-ηλάσιος, η, ον ἐλαύνω = ἱππήλατος
ἱππ. ὁδός a chariot-road, Il.