ἰσχάς: Difference between revisions

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>άδος (ἡ) :<br />figue sèche, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἰσχνός]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ὄλυνθος]], [[σῦκον]], [[φήληξ]], [[φιβάλεως]].<br /><span class="bld">2</span>άδος (ἡ) :<br />][[ancre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴσχω]].
|btext=<span class="bld">1</span>άδος (ἡ) :<br />figue sèche, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἰσχνός]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ὄλυνθος]], [[σῦκον]], [[φήληξ]], [[φιβάλεως]].<br /><span class="bld">2</span>άδος (ἡ) :<br />[[ancre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴσχω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:21, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχάς Medium diacritics: ἰσχάς Low diacritics: ισχάς Capitals: ΙΣΧΑΣ
Transliteration A: ischás Transliteration B: ischas Transliteration C: ischas Beta Code: i)sxa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (ἰσχνός) A dried fig, Ar.Eq.755, Hermipp.63.16, Alex. 162.15, Arist.HA577a10, IG22.1013.24, PCair.Zen.110 (iii B.C.), Theoc.1.147, etc.; ἰσχάδος ἐγκώμιον POxy.2084; also, of over-ripe olives, Eust.1963.55. 2 spurge, Euphorbia apios, Thphr.HP9.9.6, Dsc.4.175, Plin.HN26.72. II (ἴσχω) that which holds, anchor, S.Fr.761, Luc.Lex.15.

German (Pape)

[Seite 1272] άδος, ἡ (vgl. ἰσχνός), die getrocknete Feige; Ar. Equ. 752; com. bei Ath. I, 27 f II, 75 b; öfter in Anth.; – Feigwarze, M. Arg. 22 (Plan. 241), Philp. 56 (Plan. 240). – Sprichwörtl. ἀντ' ἰσχάδος, ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀξίων, Par. App. 1, 32. – Eine Art Wolfsmilch, Theophr., Diosc. – Bei Soph. frg. 699 Ath. III, 99 d der Anker des Schiffes, der es festhält, von ἴσχω; vgl. Luc. Lexiph. 15.

French (Bailly abrégé)

1άδος (ἡ) :
figue sèche, fruit.
Étymologie: cf. ἰσχνός.
Par. ὄλυνθος, σῦκον, φήληξ, φιβάλεως.
2άδος (ἡ) :
ancre.
Étymologie: ἴσχω.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχάς: άδος ἡ ἰσχνός сушеная фига Arph., Arst., Plut., Anth.
άδος ἡ ἴσχω якорь (νηὸς ἰ. Soph.; ἰσχάδας σιδηρᾶς ἀφείς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχάς: -άδος, ἡ, (ἰσχνὸς) ξηρὸν σῦκον, Ἀριστοφ. Ἰππ. 755, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 27F, 75 Β, κτλ.· περίφημοι ἦσαν αἱ τῆς Ἀττικῆς ἰσχάδες, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 123.24, καὶ ἴδε τὴν λ. παράσημον: - ὡσαύτως, «τὰς δρυπετεῖς καὶ γεργερίμους ἐλάας (τὰς ὡρίμου δηλ.) καὶ ἰσχάδας οἱ πάλαι ἔλεγον» Εὐστ. 1963. 55. 2) εἶδος εὐφορβίου, (φυτόν), Euphorhia Apios, Θεφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 6. ΙΙ. (ἴσχω), τὸ ἔχειν τὴν δύναμιν νὰ κρατῇ στερεῶς, ἄγκυρα Σοφ. Ἀποσπ. 669, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 15, Ἀθην. 991).

Spanish

higo seco

Greek Monolingual

(I)
ἰσχάς, -άδος (Α)
βλ. ισχάδα.
(II)
ἰσχάς, -άδος, ή (ΑΜ)
μσν.
(για ελιά) ώριμη, παραγινωμένη
αρχ.
1. ξηρό σύκο
2. απόφυση στον πρωκτό η οποία μοιάζει με σύκο
3. το φυτό ευφόρβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια του επιθ. ἰσχνός και είναι και αυτή αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ένα έρρινο θ. σε -n και είναι σχηματισμένη κατά τα οινάς, μυρτάς.
ΠΑΡ. αρχ. ισχάδιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. ισχαδοκάρυον, ισχαδοπώλης, ισχαδοφάγος].

Greek Monotonic

ἰσχάς: -άδος, ἡ (ἰσχνός), ξηρό σύκο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἰσχάς, άδος, ἰσχνός
a dried fig, Ar.

English (Woodhouse)

dried fig

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

higo seco para hacer tinta ἔστιν δὲ καὶ τοῦ μελανίου ἡ σκευή· τρωγλῖτις ζμύρνα δραχμαὶ δʹ, ἰσχάδας Καρικὰς γʹ ésta es también la preparación de la tinta: cuatro dracmas de mirra troglitis, tres higos secos de Caria P I 244 P IV 3202 P VII 998 para una ofrenda ἰσχάδα λιπαρὰν μίξας ἀναλάμβανε οἴνῳ εὐώδει πάντα ἴσα añádele un higo seco sustancioso y mezcla todo a partes iguales con vino oloroso P IV 1835 σμύρνα καὶ ἰσχάδες καὶ βήτι ἔκλευκα mirra, higos secos y díctamo blanco SM 67B 3 (fr. lac.)