ὀστεώδης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(Bailly1_4)
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=osteodis
|Transliteration C=osteodis
|Beta Code=o)stew/dhs
|Beta Code=o)stew/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bony</b>, Plu.2.916a.</span>
|Definition=ες, [[bony]], Plu.2.916a.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />[[semblable à un os]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀστέον]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀστεώδης:''' [[похожий на кость]] (σκληρὸς καὶ ὀ. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀστεώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὀστοῦν]], [[πλήρης]] ὀστῶν, Πλούτ. 2. 916Α.
|lstext='''ὀστεώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὀστοῦν]], [[πλήρης]] ὀστῶν, Πλούτ. 2. 916Α.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ης, ες :<br />semblable à un os.<br />'''Étymologie:''' [[ὀστέον]], -ωδης.
|mltxt=και [[οστώδης]], -ες (Α [[ὀστεώδης]] και [[ὀστώδης]], -ῶδες) [[οστέον</i> / <i>οστούν]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[μορφή]] ή τα χαρακτηριστικά του οστού, που μοιάζει με [[οστό]], [[οστεοειδής]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] οστά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από οστά, οστέϊνος («οστεώδες [[σύστημα]]» — ο [[σκελετός]])<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κοκαλιάρης]].
}}
}}

Latest revision as of 17:35, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστεώδης Medium diacritics: ὀστεώδης Low diacritics: οστεώδης Capitals: ΟΣΤΕΩΔΗΣ
Transliteration A: osteṓdēs Transliteration B: osteōdēs Transliteration C: osteodis Beta Code: o)stew/dhs

English (LSJ)

ες, bony, Plu.2.916a.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un os.
Étymologie: ὀστέον, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ὀστεώδης: похожий на кость (σκληρὸς καὶ ὀ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστεώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ὀστοῦν, πλήρης ὀστῶν, Πλούτ. 2. 916Α.

Greek Monolingual

και οστώδης, -ες (Α ὀστεώδης και ὀστώδης, -ῶδες) [[οστέον / οστούν]]
1. αυτός που έχει τη μορφή ή τα χαρακτηριστικά του οστού, που μοιάζει με οστό, οστεοειδής
2. γεμάτος οστά
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από οστά, οστέϊνος («οστεώδες σύστημα» — ο σκελετός)
2. μτφ. (για πρόσ.) κοκαλιάρης.