εὐεπίθετος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à envahir, à attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἐπιτίθημι]].
|btext=ος, ον :<br />[[facile à envahir]], [[à attaquer]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἐπιτίθημι]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:56, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπίθετος Medium diacritics: εὐεπίθετος Low diacritics: ευεπίθετος Capitals: ΕΥΕΠΙΘΕΤΟΣ
Transliteration A: euepíthetos Transliteration B: euepithetos Transliteration C: evepithetos Beta Code: eu)epi/qetos

English (LSJ)

ον, easy to set upon or attack, τινι Th.6.34, D.C.50.32 (Comp.); τόποι Plb.4.19.12; εὐεπίθετον ἦν… τοῖς πολεμίοις was easy for them to make an attack, X.An.3.4.20 (but εὐ. τοῖς ἐχθροῖς exposed to assault by... Antip.Stoic.3.255); εὐ. ὁ μεθύων Arist.Pol.1314b34; εὐ. τοῖς… ἀμφισβητητικοῖς Pl.Plt.306a. Adv. εὐεπιθέτως, ἔχειν to be exposed, Aen.Tact.23.4.

German (Pape)

[Seite 1065] leicht anzugreifen, εὐεπίθετον ἦν ἐνταῦθα τοῖς πολεμίοις Xen. An. 3, 4, 20, wie εὐεπίθετος ἡμῖν εἴη, für uns leicht anzugreifen, Thuc. 6, 34; μάλ' εὐεπ. πρὸς τὰς τῶν πολλῶν δόξας Plat. Polit. 306 a; Sp., wie τόποι Pol. 4, 19, 12; auch adv.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à envahir, à attaquer.
Étymologie: εὖ, ἐπιτίθημι.

Russian (Dvoretsky)

εὐεπίθετος: удобный для нападения, уязвимый (τοῖς πολεμίοις Xen.; τὸποι Polyb.): εὐ. πρὸς τὰς τῶν πολλῶν δόξας Plat. вызывающий возражения большинства.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπίθετος: -ον, εὐπρόσβλητος, καθ’ οὗ ἐυκόλως δύναταί τις νὰ ἐπιτεθῇ, εὐεπίθετος ἡμῖν εἴη Θουκ. 6. 34· εὐεπίθετον ἦν ἐνταῦθα τοῖς πολεμίοις, καὶ τότε (τὸ στράτευμα) ἐγένετο εὐπρόσβλητον εἰς τοὺς πολεμίους, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 20· εὐ. ὁ μεθύων Ἀριστ. Πολιτικ. 306Α: - Ἐπίρρ., εὐεπιθέτως ἔχειν Αἰνείας Τακτ. 23.

Greek Monolingual

εὐεπίθετος, -ον (Α)
αυτός εναντίον του οποίου μπορεί κάποιος να επιτεθεί με ευκολία, ο ευπρόσβλητοςεὐεπίθετος ἡμῖν εἴη», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-θετος (επι-τίθημι)].

Greek Monotonic

εὐεπίθετος: -ον, ευπρόσβλητος, ευάλωτος στις επιθέσεις, σε Θουκ.· εὐεπίθετον τοῖςπολεμίοις, ευπρόσβλητο στους εχθρούς, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐ-επίθετος, ον
easy to set upon or attack, Thuc.; εὐεπίθετον τοῖς πολεμίοις easy for them to make an attack, Xen.

English (Woodhouse)

assailable, open to attack

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)