εἴκελος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
mNo edit summary
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εἴκελος:''' [*[[εἴκω]] I] подобный, похожий (τινι Hom., Hes., Her., Plut.).
|elrutext='''εἴκελος:''' [*[[εἴκω]] I] [[подобный]], [[похожий]] (τινι Hom., Hes., Her., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:59, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴκελος Medium diacritics: εἴκελος Low diacritics: είκελος Capitals: ΕΙΚΕΛΟΣ
Transliteration A: eíkelos Transliteration B: eikelos Transliteration C: eikelos Beta Code: ei)/kelos

English (LSJ)

η, ον, (εἰκός) like, τινί Il.22.134; χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν Od.21.411, cf. Hdt.8.8 (v.l. for ἴκελος), S.Fr.574.4, Plu.2.410e.

Spanish (DGE)

-η, -ον
parecido, semejante c. dat., de cosas ἄορ ... εἴ. ἀστεροπῇ Il.14.386, cf. 22.134, Od.10.304, 21.411, Hes.Sc.451, Trag.Adesp.700.4, Hp.Cord.5, A.R.1.544, 3.287, (θρῖα ἐαρινά) κορώνης ποσὶν εἴκελα Plu.2.410e, cf. Orph.L.163, 299, de pers. φλογὶ εἴ. ... Ἕκτωρ Il.13.53, cf. 688, 17.88, 20.423, Hes.Sc.322, σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ del alma de la madre de Ulises Od.11.207, μάλα εἰκέλω ἀλλήλοιϊν ἔμμεναι que los dos nos parecemos mucho el uno al otro, Od.19.384, οὐ θνητοῖσι βροτοῖσιν εἴ. h.Bacch.21, cf. Call.SHell.285.9, Mosch.1.7, 2.145
c. dat. y ac. rel. Ἰδομενεὺς ... συῒ εἴ. ἀλκήν Idomeneo ... semejante a un jabalí en arrojo, Il.4.253, cf. 7.281, 13.330, 18.154, ὅς κεν ἀεργὸς ζώῃ, κηφήνεσσι κοθούροις εἴ. ὀργήν el que viva sin trabajar, semejante en carácter a los zánganos sin aguijón Hes.Op.304, οὐδεὶς ... Κομβάβῳ σοφίην καὶ εὐδαιμονίην εἴ. Luc.Syr.D.25; cf. ἴκελος.

German (Pape)

[Seite 726] (εἴκω, vgl. ἴκελος), ähnlich, τινί, Od. 21, 411 Il. 22, 134 u. öfter; Hes. Sc. 451 u. sp. D. Auch Her. 8, 8 u. Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semblable à, τινι.
Étymologie: εἴκω.

Russian (Dvoretsky)

εἴκελος: [*εἴκω I] подобный, похожий (τινι Hom., Hes., Her., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εἴκελος: -η, -ον, (εἰκὸς) ὅμοιος, Λατ. similis, τινι Ἰλ. Χ. 134, Ὀδ. Φ. 411, κ. ἀλλ.· Ἐπ. ἐπίθ. ἐν χρήσει ὡσαύτως παρ’ Ἡρόδ. 8. 8, Πλούτ. 2. 410Ε.

English (Autenrieth)

(ϝεικ., ἔοικα): like, τινί. Cf. ἴκελος.

Greek Monolingual

εἴκελος, -η, -ον (Α)
όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ομηρ. είκελος εμφανίζει παράλληλο τύπο ίκελος «όμοιος» που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα weik- «αληθεύω, ομοιάζω» τών ρημάτων εικάζω, έοικα. Το ει- του τύπου είκελος ερμηνεύεται είτε ως αναλογικός σχηματισμός προς το ρήμα είκω ή ως προϊόν μετρικής εκτάσεως στον Όμηρο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αγαθείκελος, ανδρείκελος, ανθρωποείκελος, βροτοείκελος, επιείκελος, θεοείκελος, προσείκελος.

Greek Monotonic

εἴκελος: -η, -ον (εἰκός), όμοιος, Λατ. similis, τινι, σε Όμηρ., Ηρόδ.

Middle Liddell

εἴκελος, η, ον εἰκός
like, Lat. similis, τινι Hom., Hdt.