δύσποτμος: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />infortuné, malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[πότμος]].
|btext=ος, ον :<br />[[infortuné]], [[malheureux]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[πότμος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:00, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσποτμος Medium diacritics: δύσποτμος Low diacritics: δύσποτμος Capitals: ΔΥΣΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: dýspotmos Transliteration B: dyspotmos Transliteration C: dyspotmos Beta Code: du/spotmos

English (LSJ)

ον, unlucky, unhappy, ill-starred, of persons and things, δύσποτμος θεός, of Prometheus, A. Pr.119; δύσποτμος βοῦς, of Io, Id.Supp.306; δύσποτμοι εὐχαί, i.e. curses, Id.Th.820; χλιδά S.OT888 (lyr.); θήρα E.Ba.1144, cf. Ar.Ach.419; τύχαι D.H. 1.17: Comp. δυσποτμώτερος E.Ph.1348: Sup. δυσποτμότατος Plu.Comp.Per.Fab. 1. Adv. δυσπότμως = unhappily, wretchedly A.Pers.272 (lyr.): Sup. δυσποτμότατα Plu.Fab.18.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. desdichado, malaventurado θεός de Prometeo, A.Pr.119, βοῦς de Ío, A.Supp.306, γένος A.Th.813, δ. γεγώς nacido con mal hado S.OT 1181, cf. Nic.Al.297, de Electra, E.Or.1078, θήρα δ. presa malaventurada de Penteo descuartizado, E.Ba.1144, γεραιός Ar.Ach.419, ἐρῶν Men.Mis.A 5T., Ἄδωνις Bio 43, cf. Anacr.66 (dud.)
subst. ταύτας ... δυσπότμους estas desdichadas S.Tr.299, cf. E.HF 451, AP 7.334.14.
2 de abstr. nefasto, fatal ἀλγεινὰ μὲν ... λέγειν ... ἄλγος δὲ σιγᾶν· πανταχῇ δὲ δύσποτμα A.Pr.198, χλιδά S.OT 888, ὁδός S.OC 1433, ἀρά S.Ph.1120, γάμοι S.Ant.869, πῶς γένοιτ' ἂν τῶνδε δυσποτμώτερα; E.Ph.1348, <τὸ> χρεὼν δέ τι δύσποτμον ἀνδράσιν ἀνευρεῖν descubrir el destino es algo nefasto para los hombres E.IA 1331, cf. Trag.Adesp.325, τύχαι D.H.1.17, Σικελίας ὁ ... δ. ἔρως la nefasta pasión por Sicilia Plu.Per.20, καιροί Plu.Comp.Per.Fab.1
neutr. sup. como adv. δυσποτμότατα πεπραχώς Plu.Fab.18.
II adv. δυσπότμως = de forma desdichada o digna de lástima νεκρῶν δ. ἐφθαρμένων A.Pers.272, δ. φορούμενοι A.Th.819.

German (Pape)

[Seite 687] dem ein schlimmes Loos gefallen, unglücklich; Aesch. Prom. 119 u. öfter; Soph. Phil. 1105; χλιδή O. R. 886; öfter Eur.; Ar Ach. 394; D. Hal. 1, 17. – Adv., δυσπότμως, Aesch. Pers. 264; δυσποτμώτατα, Plut. Fab. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
infortuné, malheureux.
Étymologie: δυσ-, πότμος.

Russian (Dvoretsky)

δύσποτμος: несчастный, злосчастный, злополучный Trag., Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δύσποτμος: -ον, ἄτυχος, κακότυχος, δυστυχής, ἄθλιος· ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δ. θεός, ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 119· δ. βοῦς, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 306· δ. εὐχαί, κατάραι, ὁ αὐτ. Θήβ. 819· ὡσαύτως παρὰ Σοφ. καὶ συχν. παρ’ Εὐρ., πρβλ. Ἀριστιφ. Ἀχ. 419· συγκρ. δυσποτμώτερος Εὐρ. Φοιν. 1348. ― Ἐπίρρ. -μως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 272· ὑπερθ. -ότατα, Πλούτ. Φαβ. 18.

Greek Monolingual

δύσποτμος, -ον (Α)
άτυχος, κακότυχος (α. «δύσποτμοι τύχαι» β. «ὁρᾱτε δεσμώτην με δύσποτμον θεόν», Αισχ. Προμ.).

Greek Monotonic

δύσποτμος: -ον, άτυχος, κακότυχος, δυστυχής, άθλιος, μίζερος, ταλαίπωρος, σε Τραγ.· δ. εὐχαί, δηλ. κατάρες, σε Αισχύλ.· συγκρ., δυσποτμώτερος, σε Ευρ.· επίρρ. -μως, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δύσ-ποτμος, ον
unlucky, ill-starred, unhappy, wretched, Trag.; δ. εὐχαί i. e. curses, Aesch.; comp. δυσποτμώτερος Eur. adv. -μως, Aesch.

English (Woodhouse)

sad, unfortunate, unhappy, wicked

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)