νεόκοτος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de provenance nouvelle, nouveau.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], -[[κότος]], cf. [[ἀλλόκοτος]].
|btext=ος, ον :<br />[[de provenance nouvelle]], [[nouveau]].<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], -[[κότος]], cf. [[ἀλλόκοτος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόκοτος Medium diacritics: νεόκοτος Low diacritics: νεόκοτος Capitals: ΝΕΟΚΟΤΟΣ
Transliteration A: neókotos Transliteration B: neokotos Transliteration C: neokotos Beta Code: neo/kotos

English (LSJ)

ον, new and strange, unheard of, A.Pers.257 (lyr.), Th.803; for the termination cf. ἀλλόκοτος.

German (Pape)

[Seite 242] in frischem Zorne, durch seischen Zorn lästig, oder besser (nach ἀλλόκοτος) von neuer, ungewöhnlicher Beschaffenheit; κακά, Aesch. Pers. 252; τί δ' ἔστι πρᾶγος νεόκοτον πόλει παρόν, Spt. 785.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de provenance nouvelle, nouveau.
Étymologie: νέος, -κότος, cf. ἀλλόκοτος.

Russian (Dvoretsky)

νεόκοτος: (ср. ἀλλόκοτος) новый, небывалый (κακά, πρᾶγος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόκοτος: -ον, νέος καὶ παράδοξος, ἀνήκουστος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 256, Θήβ. 804· (-κότος φαίνεται ὅτι εἶναι ἁπλῆ κατάλ.· ἴδε ἐν λ. ἀλλόκοτος).

Greek Monolingual

νεόκοτος και νεοκότος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο καινοφανής, ο πρωτάκουστος («κακὰ νεόκοτα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + κότος «οργή, μίσος» (πρβλ. αλλό-κοτος, βαρὐ-κοτος)].

Greek Monotonic

νεόκοτος: -ον, νέος και παράξενος, παράδοξος, ανήκουστος, σε Αισχύλ. (το -κοτος φαίνεται να είναι απλή κατάληξη).

Middle Liddell

νεό-κοτος, ον
new and strange, unheard of, Aesch. [-κοτος seems to be a mere termin.]

English (Woodhouse)

new, novel, unfamiliar

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)