ἔπακμος: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />pointu, acéré.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀκμή]]. | |btext=ος, ον :<br />[[pointu]], [[acéré]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀκμή]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:15, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, (ἀκμή) A in the bloom of age, κόραι D.H.4.28 (v.l.). II pointed, ἄκανθα Dsc.1.90; ὀδούς Plu.2.966c; sharp-edged, Sor.1.80; σμιλίον Gal. ap. Orib.inc.12.1.
German (Pape)
[Seite 896] 1) der Blüthe nahe, κόρη, bald mannbar, D. Hal. 4, 28, v.l. ἐπίγαμος. – 2) zugespitzt, scharf, ὀδούς Plut. sol. anim. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pointu, acéré.
Étymologie: ἐπί, ἀκμή.
Russian (Dvoretsky)
ἔπακμος: досл. достигший расцвета, перен. крепкий (ὀδοὺς ἔ. καὶ ὀξύς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔπακμος: -ον, (ἀκμὴ) ὁ ἐν ἀκμῇ, ἐπάκμους κόρας = ἐπιγάμους, ὡραίας γάμου, Διον. Ἁλ. 4. 28. ΙΙ. ἔχων ἀκμήν, δηλ. αἰχμήν, λήγων εἰς ὀξύ, «μυτερός», ἄκανθα, Διοσκ. 1. 119· ὁδοὺς Πλούτ. 2. 966C.
Greek Monolingual
ἐπακμος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται σε ακμή, σε ωριμότητα («κόρας ἐπάκμους» — κόρες σε ηλικία γάμου, επίγαμες)
2. οξύς, μυτερός, που καταλήγει σε οξεία αιχμή («ἔπακμον καὶ ὀξὺν ὀδόντα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακμή].