δίκερως: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ωτος;<br />à deux cornes.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κέρας]].
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ωτος;<br />[[à deux cornes]].<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κέρας]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:04, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίκερως Medium diacritics: δίκερως Low diacritics: δίκερως Capitals: ΔΙΚΕΡΩΣ
Transliteration A: díkerōs Transliteration B: dikerōs Transliteration C: dikeros Beta Code: di/kerws

English (LSJ)

ων, Orph. Fr. 274, Arist. HA 499b18, = δικέρως.

Spanish (DGE)

-ων
• Prosodia: [-ῐ-]
bicorne φύσις de la luna, Orph.Fr.274, cf. AP 5.123 (Phld.), Orac.Sib.5.517, de Pan AP 9.142, de Adonis, Orph.H.56.6
de ciertos animales μώνυχον δὲ καὶ δ. οὐδὲν ὦπται no se ha visto ningún solípedo y a la vez bicorne Arist.HA 499b18, δ. καὶ ταυροειδής del insecto ciervo volante, Horap.1.10.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ωτος;
à deux cornes.
Étymologie: δίς, κέρας.

German (Pape)

ωτος, = δικέραιος, Arist. H.A. 2.1; Pan, H.h. 18 2; Ep.adesp. 261 (IX.142); der Bock, Agath. 29 (VI.32).

Russian (Dvoretsky)

δίκερως: 2, gen. ωτος двурогий (Πάν HH; sc. ζῷον Arst.; τράγος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, δύο κέρατα ἔχων, Ὕμν. Ὁμ. 18.2, Ἀνθ. Π. 6.32, κτλ.· ὡσαύτως δίκερως, ων, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.5.4, 32.

Greek Monolingual

(-ωτος), ο (Α δίκερως, ο, η και δίκερως, -ων)
νεοελλ.
ο μαύρος ρινόκερος της Αφρικής
αρχ.
(για ζώα ή για τη σελήνη) αυτός που έχει δύο κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κερως < πιθ. γεν. κέρα (σ)ος της λ. κέρας (πρβλ. άκερως)].

Greek Monotonic

δίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ (κέρας), αυτός που έχει δύο κέρατα, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

δί-κερως, ωτος, n κέρας
two-horned, Hhymn.