ἐχέφρων: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
(CSV import)
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />sensé, sage, prudent.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[φρήν]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[sensé]], [[sage]], [[prudent]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[φρήν]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:20, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχέφρων Medium diacritics: ἐχέφρων Low diacritics: εχέφρων Capitals: ΕΧΕΦΡΩΝ
Transliteration A: echéphrōn Transliteration B: echephrōn Transliteration C: echefron Beta Code: e)xe/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (φρήν) sensible, prudent, ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ ἐ. Il.9.341, cf. Od.13.332; freq. as epithet of Penelope, 4.111, etc.; later of animals, σκύλακες Nonn.D.16.226: late in Prose, Syn.Alch.p.65 B. Adv. -νως D.S. 15.33.

German (Pape)

[Seite 1124] ον, gen. ονος, Verstand, Einsicht habend, klug, besonnen; Penelope, Od. oft; καὶ ἀγαθός Il. 9, 341, καὶ ἀγχίνοος Od. 13, 332; sp. D., wie Nonn. oft. – Adv. ἐχεφρόνως, D. Sic. 15, 33.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
sensé, sage, prudent.
Étymologie: ἔχω, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

ἐχέφρων: 2, gen. ονος adj. разумный, рассудительный (ἀνήρ, Πηνελόπεια Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέφρων: -ον, γεν. ονος, (φρὴν) φρόνιμος, συνετός, ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ ἐχέφρων Ἰλ. Ι. 341, πρβλ. Ὀδ. Ν. 332· ἀλλ. ἐν Ὀδ. τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθετον τῆς Περσεφόνης, Δ. 111, κτλ. ― Ἐπίρρ. -όνως, Διόδ. 15. 33.

English (Autenrieth)

thoughtful, prudent. (Od.)

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ ἐχέφρων, -ον)
αυτός που έχει μυαλό, φρόνηση, ο μυαλωμένος, ο συνετός («σὺ οὖν ὡς ἐχέφρων, ὡς συνετή», Στουδ. Θεόδ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχέφρον
η σύνεση, η φρόνηση.
επίρρ...
εχεφρόνως (Α ἐχεφρόνως)
με φρόνιμο τρόπο, με συνετό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + -φρων (< φρην, φρενός)].

Greek Monotonic

ἐχέφρων: -ον, γεν. -ονος (φρήν), λογικός, συνετός, φρόνιμος, μυαλωμένος, προνοητικός, διακριτικός, εχέμυθος, επιφυλακτικός, προσεκτικός, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἐχέ-φρων, ονος, φρήν
sensible, prudent, discreet, Hom.

Mantoulidis Etymological

(=συνετός). Ἀπό το ἔχω + φρήν. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.