ἐπίχειρα: Difference between revisions

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίχειρον:''' τό ([[χείρ]]), μόνο στον πληθ., [[ἐπίχειρα]], <i>τά</i>, μισθοί χειρωνακτικής εργασίας, μόχθου· γενικά, μισθοί, [[πληρωμή]], τιμητική [[διάκριση]], [[ανταμοιβή]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης, με αρνητική [[σημασία]], <i>τῆς ὑψηγόρου γλώσσης ἐπ</i>., [[ανταπόδοση]], [[έπαινος]] για αλαζονική [[ομιλία]], σε Αισχύλ.· <i>ξιφέων ἐπ</i>., οι αμοιβές του ξίφους, δηλ. [[σφαγή]] από αυτό, σε Σοφ.
|lsmtext=[[ἐπίχειρον]]: τό ([[χείρ]]), μόνο στον πληθ., [[ἐπίχειρα]], <i>τά</i>, μισθοί χειρωνακτικής εργασίας, μόχθου· γενικά, μισθοί, [[πληρωμή]], τιμητική [[διάκριση]], [[ανταμοιβή]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης, με αρνητική [[σημασία]], <i>τῆς ὑψηγόρου γλώσσης ἐπ</i>., [[ανταπόδοση]], [[έπαινος]] για αλαζονική [[ομιλία]], σε Αισχύλ.· <i>ξιφέων ἐπ</i>., οι αμοιβές του ξίφους, δηλ. [[σφαγή]] από αυτό, σε Σοφ.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 19:04, 25 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχειρα Medium diacritics: ἐπίχειρα Low diacritics: επίχειρα Capitals: ΕΠΙΧΕΙΡΑ
Transliteration A: epícheira Transliteration B: epicheira Transliteration C: epicheira Beta Code: e)pi/xeira

English (LSJ)

τά, prop. wages of manual labour: hence, wages, pay,
1 of reward, Ar.V.581, Trag.Adesp.116, Theoc.Ep.18.8; ἀρετῆς ἐ. Pl. R.608c; ironically in D.Ep.3.38, Plb.8.12.5, etc.: rarely in sg., Id.38.3.2.
2 more freq. of punishment, τοιαῦτα τῆς ὑψηγόρου γλώσσης.. τἀπίχειρα γίγνεται A.Pr.321, cf. Antipho 1.20, Arr.Epict.3.24.24, Ph.1.512, etc.; τῆς προπετείας πικρὰ κομίζονται τἀ. Phld.Ir.p.32 W.; ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσα the wages of the sword, i.e. slaughter by it, S.Ant.820 (lyr.). (sometimes written ἐπιχείρια in codd., vulg. in Hp. Praec.1.)

German (Pape)

[Seite 1003] nur im plur., Lohn, Belohnung, καὶ ἆθλα ἀρετῆς Plat. Rep. X, 608 c; vgl. Ar. Vesp. 581; Theocrit. ep. 16, 8; Babr. 5, 9. – Im schlimmen Sinne, Strafe, τοιαῦτα μέντοι τῆς ἄγαν ὑψηγόρου γλώσσης τἀπίχειρα γίγνεται, das ist der Lohn, Aesch. Prom. 319; οὔτε ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῦσα, d. i. nicht durchs Schwert getödtet, Soph. Ant. 814; τὰ ἐπίχειρα ἔχει Antiph. 1, 20; τῆς ἀγνοίας κομίζεσθαι Pol. 4, 63, 1; τῆς ῥᾳθυμίας, λιχνείας, Luc. Tim. 4 de merc. cond. 24 u. Sp.

Greek Monotonic

ἐπίχειρον: τό (χείρ), μόνο στον πληθ., ἐπίχειρα, τά, μισθοί χειρωνακτικής εργασίας, μόχθου· γενικά, μισθοί, πληρωμή, τιμητική διάκριση, ανταμοιβή, σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίσης, με αρνητική σημασία, τῆς ὑψηγόρου γλώσσης ἐπ., ανταπόδοση, έπαινος για αλαζονική ομιλία, σε Αισχύλ.· ξιφέων ἐπ., οι αμοιβές του ξίφους, δηλ. σφαγή από αυτό, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχειρα: «τὰ ὑπὲρ τὸν μισθὸν διδόμενα τοῖς χειροτέχναις» Ἡσύχ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίχειρα: τά
1 (выдаваемая на руки) плата, мзда, вознаграждение: ἐ. τινος Arph., Plat., Polyb. награда за что-л.;
2 расплата, возмездие, кара (τινος Aesch., Polyb., Luc.): ξιφέων ἐ. λαχεῖν Soph. пасть от меча.

English (Woodhouse)

penalty

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)