εὐδιαῖος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "Oeffnung" to "Öffnung") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] ὁ, bei Plut. gymp. 7, 1, 2, nach Suid., ein Loch im Schiffsboden, zum Ablaufen des Wassers; vgl. Poll. 1, 92, wo [[εὐδίαιος]] steht. Nach Festus die | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] ὁ, bei Plut. gymp. 7, 1, 2, nach Suid., ein Loch im Schiffsboden, zum Ablaufen des Wassers; vgl. Poll. 1, 92, wo [[εὐδίαιος]] steht. Nach Festus die Öffnung in der Klystierspritze. Nach Hesych. = γυναικεῖον [[μόριον]]. – Dunkel ist τριγόλαν τὸν εὐδιαῖον Sophron. bei Ath. VII, 324 e. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />trou de la sentine | |btext=ου (ὁ) :<br />[[trou de la sentine d'un navire]].<br />'''Étymologie:''' [[εὔδιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[εὐδίαιος]] και | |mltxt=ο (Α [[εὐδίαιος]] και εὐδιαῖος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>οι ευδίαιοι</i><br />α) οι κυκλικές ή ελλειψοειδείς οπές για την [[εκροή]] τών υδάτων από το [[κατάστρωμα]] πλοίου στη [[θάλασσα]], τα [[μπούνια]]<br />β) οι σωλήνες αποχετεύσεως που προεκτείνουν αυτές τις οπές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαμπερής]] οπή στην [[τρόπιδα]] του πλοίου για την [[εκροή]] του ακάθαρτου ύδατος του άντλου<br /><b>2.</b> (και ως επίθ.) <i>εὐδιαῖος</i>, -<i>α</i>, -<i>ον</i><br />(για το [[ψάρι]] [[τριγόλας]], [[μπαρμπούνι]]) αυτός που συνελήφθη [[κατά]] τη [[διάρκεια]] καλοκαιρίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευδία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>. Ως ουσ. σημαίνει «την οπή του πλοίου από την οποία εξέρχονται τα ακάθαρτα ύδατα», [[διότι]] αυτή η οπή ανοιγόταν μόνο όταν ο [[καιρός]] ήταν [[καλός]]. Ως επίθ. του ψαριού [[τριγόλας]] «[[μπαρμπούνι]]» προσέλαβε τη [[σημασία]] του, [[γιατί]] το [[ψάρι]] αυτό αλιευόταν την [[καλοκαιρία]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐδιαῖος:''' ὁ отверстие для спуска трюмной воды Plut. | |elrutext='''εὐδιαῖος:''' ὁ [[отверстие для спуска трюмной воды]] Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:16, 3 April 2023
English (LSJ)
Adj., α, ον, caught in fair weather, τριγόλας Sophr. 67.
German (Pape)
[Seite 1061] ὁ, bei Plut. gymp. 7, 1, 2, nach Suid., ein Loch im Schiffsboden, zum Ablaufen des Wassers; vgl. Poll. 1, 92, wo εὐδίαιος steht. Nach Festus die Öffnung in der Klystierspritze. Nach Hesych. = γυναικεῖον μόριον. – Dunkel ist τριγόλαν τὸν εὐδιαῖον Sophron. bei Ath. VII, 324 e.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
trou de la sentine d'un navire.
Étymologie: εὔδιος.
Greek Monolingual
ο (Α εὐδίαιος και εὐδιαῖος)
νεοελλ.
πληθ. οι ευδίαιοι
α) οι κυκλικές ή ελλειψοειδείς οπές για την εκροή τών υδάτων από το κατάστρωμα πλοίου στη θάλασσα, τα μπούνια
β) οι σωλήνες αποχετεύσεως που προεκτείνουν αυτές τις οπές
αρχ.
1. διαμπερής οπή στην τρόπιδα του πλοίου για την εκροή του ακάθαρτου ύδατος του άντλου
2. (και ως επίθ.) εὐδιαῖος, -α, -ον
(για το ψάρι τριγόλας, μπαρμπούνι) αυτός που συνελήφθη κατά τη διάρκεια καλοκαιρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + κατάλ. -ιος. Ως ουσ. σημαίνει «την οπή του πλοίου από την οποία εξέρχονται τα ακάθαρτα ύδατα», διότι αυτή η οπή ανοιγόταν μόνο όταν ο καιρός ήταν καλός. Ως επίθ. του ψαριού τριγόλας «μπαρμπούνι» προσέλαβε τη σημασία του, γιατί το ψάρι αυτό αλιευόταν την καλοκαιρία].
Russian (Dvoretsky)
εὐδιαῖος: ὁ отверстие для спуска трюмной воды Plut.