μετοικοφύλαξ: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)φύλαξ" to "Full diacritics=$1φῠ́λᾰξ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=μετοικοφῠ́λᾰξ | ||
|Medium diacritics=μετοικοφύλαξ | |Medium diacritics=μετοικοφύλαξ | ||
|Low diacritics=μετοικοφύλαξ | |Low diacritics=μετοικοφύλαξ |
Revision as of 20:18, 16 April 2023
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, overseer and guardian of the μέτοικοι, X.Vect.2.7.
German (Pape)
[Seite 161] ακος, ὁ, Aufseher u. Beschützer der μέτοικοι, Xen. Vect. 2, 7; Suid. Vgl. προστάτης.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
à Athènes magistrat chargé du service concernant les métèques.
Étymologie: μέτοικος, φύλαξ.
Russian (Dvoretsky)
μετοικοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ уполномоченный по делам метэков Xen.
Greek (Liddell-Scott)
μετοικοφύλαξ: ὁ, ἡ, ἐπόπτης καὶ προστάτης τῶν μετοίκων, Ξεν. Πόροι 2, 7.
Greek Monolingual
μετοικοφύλαξ, ὁ (Α)
φύλακας, επιστάτης ή προστάτης τών μετοίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτοικος + φύλαξ.
Greek Monotonic
μετοικοφύλαξ: ὁ, ἡ, φύλακας των μετοίκων, σε Ξεν.