λεύκιππος: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεύκιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ιππεύει λευκούς ίππους ή αυτός που μεταφέρεται από [[άμαξα]] η οποία σύρεται από λευκούς ίππους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λεύκιπποι ἀγυιαί» — δρόμοι γεμάτοι λευκούς ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] [[αντί]] <i>λεύχιππος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[λεύκιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ιππεύει λευκούς ίππους ή αυτός που μεταφέρεται από [[άμαξα]] η οποία σύρεται από λευκούς ίππους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «λεύκιπποι ἀγυιαί» — δρόμοι γεμάτοι λευκούς ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] [[αντί]] <i>λεύχιππος</i> ([[πρβλ]]. [[μελάνιππος]]). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 06:25, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, A riding or driving white horses, Ibyc.16, Stesich.86, Pi.P.4.117, S.El.706; of Persephone, Pi.O.6.95; λ. Ἀώς B.Scol.Oxy. 24. 2 λ. ἀγυιαί full of white horses, Pi.P.9.83.
German (Pape)
[Seite 33] (für λεύχιππος), mit weißen Rossen, Pind. Ol. 6, 95 u. öfter; auch ἀγυιαί, wo Wettrennen gehalten werden, P. 9, 86; Soph. El. 696; bes. von den Dioskuren, Ibyc. frg. 27; Eur. Hel. 640 u. sp. D., wie Theocr. 13, 11 von der Eos.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 aux chevaux blancs, aux blancs coursiers;
2 rempli de chevaux blancs.
Étymologie: λευκός, ἵππος.
Russian (Dvoretsky)
λεύκιππος:
1 едущий на белых конях (Αἰνιὰν γένος Soph.);
2 полный белых коней (ἀγυιαί Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
λεύκιππος: -ον, ὁ ἱππεύων ἢ ἐλαύνων λευκοὺς ἵππους, ὡς τὸ λευκόπωλος, ἐπίθ. τῶν Διοσκόρων, Ἴβυκ. 16, Valck. Φοίν. 609· καὶ ἀνδρῶν ἐπισήμου καταγωγῆς, Ἴβυκ. 16, Πινδ. Π. 4. 207, Σοφ. Ἠλ. 706· ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Πινδ. Ο. 6. 160. 2) λ. ἀγυιαί, πλήρης λευκῶν ἵππων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 146.
English (Slater)
λεύκιππος, -ον with white horses φοινικόπεζαν ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν Persephone (O. 6.95) “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων, κεδνοὶ πολῖται, φράσσατέ μοι σαφέως” i. e. of the noble ancestors of Jason (P. 4.117) λευκίπποισι Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς (by hypallage for λευκίππων Καδμ.) (P. 9.83) λευκίππων Μυκηναίων προφᾶται fr. 202.
Greek Monolingual
λεύκιππος, -ον (Α)
1. αυτός που ιππεύει λευκούς ίππους ή αυτός που μεταφέρεται από άμαξα η οποία σύρεται από λευκούς ίππους
2. φρ. «λεύκιπποι ἀγυιαί» — δρόμοι γεμάτοι λευκούς ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ἵππος αντί λεύχιππος (πρβλ. μελάνιππος).
Greek Monotonic
λεύκιππος: -ον, αυτός που ιππεύει ή οδηγεί λευκά άλογα, σε Πίνδ., Σοφ.· λεύκιπποι ἀγυιαί, ιππόδρομος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
λεύκ-ιππος, ον
riding or driving white horses, Pind., Soph.; λ. ἀγυιαί streets thronged with white horses, Pind.