ἰσοπαλής: Difference between revisions
ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσοπαλής]], ἰσοπαλές, μτγν. θηλ. και [[ἰσόπαλις]], ἰσοπάλιδος (Α)<br /><b>1.</b> [[ίσος]] στην [[πάλη]], [[ίσος]] στη [[μάχη]], [[ισόπαλος]]<br />(«μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ίσος]], [[ισοδύναμος]] («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν», <b>Θουκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοπαλῶς</i> (Α)<br />με ισοπαλή τρόπο, ισοδύναμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάλη]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἰσοπαλής]], ἰσοπαλές, μτγν. θηλ. και [[ἰσόπαλις]], ἰσοπάλιδος (Α)<br /><b>1.</b> [[ίσος]] στην [[πάλη]], [[ίσος]] στη [[μάχη]], [[ισόπαλος]]<br />(«μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ίσος]], [[ισοδύναμος]] («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν», <b>Θουκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοπαλῶς</i> (Α)<br />με ισοπαλή τρόπο, ισοδύναμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάλη]]), [[πρβλ]]. [[δυσπαλής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 06:56, 8 May 2023
English (LSJ)
ές, A equal in the struggle, well-matched, μαχομένων . . καὶ γενομένων ἰσοπαλέων Hdt. 1.82, cf. 5.49; evenly balanced, μάχη Ctes.Fr.29.31. 2 generally, equivalent, equal, ἰ. πάντῃ Parm.8.44; ἰ. κίνδυνοι Th.2.39; πλήθει ἰ. τισί Id.4.94; οὔτι ὥριφος ἰ. τοι Theoc.5.30; ἰ. ἤματι νύξ AP9.384.18, cf. Orph.A.1014. Adv. ἰσοπαλῶς Sch.Arat.364.
German (Pape)
[Seite 1265] ές, im Kampfe gleich, gewachsen, Her. 1, 82. 5, 49; übh. gleich, κίνδυνοι Thuc. 2, 39; πλήθει ἰσ. τισι 4, 94, Plat. Tim. 62 e; ἰσ. ἤματι νύξ En. ad. (IX, 384). – Adv. ἰσοπαλῶς, Schol. Arat. 147.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 d'égale force à la lutte;
2 p. ext. équivalent, égal, pareil.
Étymologie: ἴσος, πάλη.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοπᾰλής:
1 обладающий равными для борьбы силами, равный по силе: γινομένων ἰσοπαλέων Her. так как (у аргивян и лакедемонян) оказались равные силы;
2 равный (πλήθει ἰσοπαλεῖς τοῖς ἐναντίοις εἶναι Thuc.): μεσσόθεν ἰ. πάντῃ Parmenides ap. Plat. et Arst. находящийся отовсюду на равном расстоянии (от чего-л.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοπᾰλής: -ές, ἴσος ἐν τῇ πάλῃ, ἰσόπαλος ἐν μάχῃ, μαχομένων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων Ἡρόδ. 1. 82, πρβλ. 5. 49. 2) καθόλου, ἰσοδύναμος, ἴσος, Παρμενίδ. 104, Θουκ. 2. 39· πλήθει ἰσ. τισὶ ὁ αὐτ. 4. 94· νὺξ ἰσ. ἤματι Ἀνθ. Π. 9. 384, 18, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 1017. - Ἐπίρρ. -λῶς, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 147.
Greek Monolingual
ἰσοπαλής, ἰσοπαλές, μτγν. θηλ. και ἰσόπαλις, ἰσοπάλιδος (Α)
1. ίσος στην πάλη, ίσος στη μάχη, ισόπαλος
(«μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», Ηρόδ.)
2. ίσος, ισοδύναμος («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν», Θουκ.).
επίρρ...
ἰσοπαλῶς (Α)
με ισοπαλή τρόπο, ισοδύναμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -παλής (< πάλη), πρβλ. δυσπαλής].
Greek Monotonic
ἰσοπᾰλής: -ές (πάλος)·
1. ίσος στην πάλη, ισόπαλος στη μάχη.
2. γενικά, ισοδύναμος, ίσος, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἰσο-πᾰλής, ές πάλος
1. equal in the struggle, well-matched, Hdt.
2. generally, equivalent, Thuc.
English (Woodhouse)
equal, on a par, equally matched
Mantoulidis Etymological
(=ἰσοδύναμος). Ἀπό τό ἴσος + πάλη πού παράγεται ἀπό τό πάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα παλαίω.