προμετωπίδιος: Difference between revisions
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[προμετωπίδιος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] ή [[πάνω]] στο [[μέτωπο]] («προμετωπίδιοι [[τρίχες]]», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προμετωπίδιο</i><br />δερμάτινο [[λουρί]] του χαλινού που προσαρμόζεται στο [[μέτωπο]] του ζώου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το πρόσθιο [[τμήμα]] του κρανίου ζώου, [[ιδίως]] βοδιού<br />β) το [[δέρμα]] ή οι [[τρίχες]] του μετώπου, [[ιδίως]] αλόγου («προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[κόσμημα]] για το [[μέτωπο]], [[ιδίως]] τών αλόγων («ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους προμετωπιδίοις καὶ προστερνιδίοις», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) (σχετικά με άνθρωπο) [[διακόσμηση]] στο πρόσθιο [[μέρος]] στέμματος ή στεφανιού («[[στέφανος]] χρυσοῦς... ἔχων προμετωπίδιον», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προμέτωπος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] ( | |mltxt=-α, -ο / [[προμετωπίδιος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] ή [[πάνω]] στο [[μέτωπο]] («προμετωπίδιοι [[τρίχες]]», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το προμετωπίδιο</i><br />δερμάτινο [[λουρί]] του χαλινού που προσαρμόζεται στο [[μέτωπο]] του ζώου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) το πρόσθιο [[τμήμα]] του κρανίου ζώου, [[ιδίως]] βοδιού<br />β) το [[δέρμα]] ή οι [[τρίχες]] του μετώπου, [[ιδίως]] αλόγου («προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[κόσμημα]] για το [[μέτωπο]], [[ιδίως]] τών αλόγων («ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους προμετωπιδίοις καὶ προστερνιδίοις», <b>Ξεν.</b>)<br />δ) (σχετικά με άνθρωπο) [[διακόσμηση]] στο πρόσθιο [[μέρος]] στέμματος ή στεφανιού («[[στέφανος]] χρυσοῦς... ἔχων προμετωπίδιον», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προμέτωπος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] ([[πρβλ]]. [[προγαστρίδιος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:03, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, A before or on the forehead, τρίχες Ph.2.479, cf. Ael.NA14.26; π. τοῖχος in front, J.AJ15.11.5. II Subst. προμετωπίδιον, τό, skin of the forehead, προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα Hdt.7.70. 2 frontpiece, frontlet, esp. for horses, X.An.1.8.7, Cyr.6.4.1 (but chest-piece, Arr.Tact.4.1, 34.8); also στέφανος χρυσοῦς… ἔχων π. prob. in IG22.1652.7. 3 skull of an ox, Thphr. Char.21.7; π. βοῶν Chron.Lind.C.110 (pl.).
German (Pape)
[Seite 734] vor der Stirn; bes. τὸ προμ., Stirnbedeckung, Xen. Cyr. 6, 4, 1 An. 1, 8, 7 u. sonst; κέντρον, Ael. H. A. 14, 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
adj. placé devant ou sur le front;
subst. τὸ προμετωπίδιον :
1 frontail, armure pour protéger le front d'un cheval de guerre;
2 sorte de casque fait de la peau du front et des oreilles d'un cheval.
Étymologie: πρό, μέτωπον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμετωπίδιος -ον [πρό, μέτωπον] voorhoofds-; subst. τὸ προμετωπίδιον hoofdbedekking; voorhoofdplaat (van paarden); Xen. An. 1.8.7; (voorste deel van) schedel. Thphr. Char. 21.7.
Greek Monolingual
-α, -ο / προμετωπίδιος, -ον, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται μπροστά ή πάνω στο μέτωπο («προμετωπίδιοι τρίχες», Φίλ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το προμετωπίδιο
δερμάτινο λουρί του χαλινού που προσαρμόζεται στο μέτωπο του ζώου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. α) το πρόσθιο τμήμα του κρανίου ζώου, ιδίως βοδιού
β) το δέρμα ή οι τρίχες του μετώπου, ιδίως αλόγου («προμετωπίδια ἵππων ἐκδεδαρμένα», Ηρόδ.)
γ) κόσμημα για το μέτωπο, ιδίως τών αλόγων («ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους προμετωπιδίοις καὶ προστερνιδίοις», Ξεν.)
δ) (σχετικά με άνθρωπο) διακόσμηση στο πρόσθιο μέρος στέμματος ή στεφανιού («στέφανος χρυσοῦς... ἔχων προμετωπίδιον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμέτωπος + επίθημα -ίδιος (πρβλ. προγαστρίδιος)].
Greek Monotonic
προμετωπίδιος: -α, -ον (μέτωπον),
1. αυτός που βρίσκεται μπροστά ή στο μπροστινό μέρος· προμετωπίδιον, τό, το δέρμα ή τα μαλλιά του μετώπου, σε Ηρόδ.
2. η προμετωπίδα των αλόγων, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προμετωπίδιος: -α, -ον, ὁ πρὸ τοῦ μετώπου ἢ ἐπὶ τοῦ μετώπου, Αἰλ. π. Ζ. 14. 26, Ἐτυμολ. Μέγ.· πρ. τοῖχος, πρόσθιος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 5. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., προμετωπίδιον, τό, τὸ δέρμα ἢ αἱ τρίχες τοῦ μετώπου, ἵππων προμετωπίδια Ἡρόδ. 7. 70. 2) κόσμημα τοῦ μετώπου, μάλιστα ἵππων, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 7, Κύρ. 6. 4, 1· ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8.
Middle Liddell
προ-μετωπίδιος, η, ον μέτωπον
1. before or on the forehead:— προμετωπίδιον, ου, the skin or hair of the forehead, Hdt.
2. a frontlet for horses, Xen.