ὀξυλάλος: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξυλάλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά [[γρήγορα]], [[φλύαρος]]<br /><b>2.</b> [[ετοιμόλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] «[[ομιλητικός]], [[φλύαρος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ηδυ</i>-[[λάλος]])].
|mltxt=[[ὀξυλάλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά [[γρήγορα]], [[φλύαρος]]<br /><b>2.</b> [[ετοιμόλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] «[[ομιλητικός]], [[φλύαρος]]» ([[πρβλ]]. [[ηδυλάλος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:11, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠλάλος Medium diacritics: ὀξυλάλος Low diacritics: οξυλάλος Capitals: ΟΞΥΛΑΛΟΣ
Transliteration A: oxylálos Transliteration B: oxylalos Transliteration C: oksylalos Beta Code: o)cula/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον, glib of tongue, Ar. Ra.815 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui bavarde vivement.
Étymologie: ὀξύς, λαλέω.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, ὀξέως, ταχέως λαλῶν, λάλος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 815.

Greek Monolingual

ὀξυλάλος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος
2. ετοιμόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυλάλος)].

Greek Monotonic

ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που μιλάει με ταχύτητα, πολυλογάς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀξῠ-λᾰ́λος, ον,
glib of tongue, Ar.