τοπίτης: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που ανήκει σε έναν [[τόπο]] ή που προέρχεται από αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που ανήκει σε έναν [[τόπο]] ή που προέρχεται από αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[πολίτης]])].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[ῑ], ὁ, <i>vom Orte, zum Orte [[gehörig]], EM</i>. St.B.
|ptext=[ῑ], ὁ, <i>vom Orte, zum Orte [[gehörig]], EM</i>. St.B.
}}
}}

Latest revision as of 15:15, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοπίτης Medium diacritics: τοπίτης Low diacritics: τοπίτης Capitals: ΤΟΠΙΤΗΣ
Transliteration A: topítēs Transliteration B: topitēs Transliteration C: topitis Beta Code: topi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, of or belonging to a place, St.Byz. s.v. Αγρός, al.

Greek (Liddell-Scott)

τοπίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀνήκων εἴς τινα τόπον ἢ ἐξ αὐτοῦ προερχόμενος, Στέφ. Βυζ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που ανήκει σε έναν τόπο ή που προέρχεται από αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολίτης)].

German (Pape)

[ῑ], ὁ, vom Orte, zum Orte gehörig, EM. St.B.