χιονόχρως: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[χιονόχροος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιών]], <i>χιόνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κηρό</i>-<i>χρως</i>, <i>μολυβδό</i>-<i>χρως</i>].
|mltxt=-ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[χιονόχροος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιών]], <i>χιόνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), [[πρβλ]]. [[κηρόχρως]], [[μολυβδόχρως]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:55, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονόχρως Medium diacritics: χιονόχρως Low diacritics: χιονόχρως Capitals: ΧΙΟΝΟΧΡΩΣ
Transliteration A: chionóchrōs Transliteration B: chionochrōs Transliteration C: chionochros Beta Code: xiono/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, snow-white, of a swan, E.Hel.215 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1357] ωτος, u. οος, mit schneeweißer Haut, Eur. Hel. 216, übh. schneeweiß.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ, ἡ)
de la couleur de la neige, de la blancheur de la neige.
Étymologie: χιών, χρώς.

Russian (Dvoretsky)

χιονόχρως: χρωτος adj. белоснежный: χ. κύκνου πτερῷ Eur. сверкая белизной лебединого оперения.

Greek (Liddell-Scott)

χιονόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων σῶμα λευκὸν ὡς ἡ χιών, χιονόλευκος, ἐπὶ τοῦ κύκνου, Εὐρ. Ἑλ. 216.

Greek Monolingual

-ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ
χιονόχροος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. κηρόχρως, μολυβδόχρως].

Greek Monotonic

χῐονόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει δέρμα λευκό σαν το χιόνι, χιονόλευκος, λέγεται για κύκνο, σε Ευρ.

Middle Liddell

χιονό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,
with snow-white skin: snow-white, of a swan, Eur.