χιονόχρως: Difference between revisions
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[χιονόχροος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιών]], <i>χιόνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), | |mltxt=-ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[χιονόχροος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χιών]], <i>χιόνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]], [[επιδερμίδα]]»), [[πρβλ]]. [[κηρόχρως]], [[μολυβδόχρως]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:55, 9 May 2023
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, snow-white, of a swan, E.Hel.215 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1357] ωτος, u. οος, mit schneeweißer Haut, Eur. Hel. 216, übh. schneeweiß.
French (Bailly abrégé)
ωτος (ὁ, ἡ)
de la couleur de la neige, de la blancheur de la neige.
Étymologie: χιών, χρώς.
Russian (Dvoretsky)
χιονόχρως: χρωτος adj. белоснежный: χ. κύκνου πτερῷ Eur. сверкая белизной лебединого оперения.
Greek (Liddell-Scott)
χιονόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων σῶμα λευκὸν ὡς ἡ χιών, χιονόλευκος, ἐπὶ τοῦ κύκνου, Εὐρ. Ἑλ. 216.
Greek Monolingual
-ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ
χιονόχροος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. κηρόχρως, μολυβδόχρως].
Greek Monotonic
χῐονόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει δέρμα λευκό σαν το χιόνι, χιονόλευκος, λέγεται για κύκνο, σε Ευρ.
Middle Liddell
χιονό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,
with snow-white skin: snow-white, of a swan, Eur.