παλίνορσος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλίνορσος]], -ον (ΑΜ, Α και [[παλίνορτος]], -ον και αττ. τ. ουδ. παλίνορρον)<br />αυτός που ορμά ή τινάζεται [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υποτροπιάζει («ἤν ἡ νοῦσος [[παλίνορσος]] ὀφθῇ», Αρετ.)<br /><b>2.</b> αυτός που ορμά [[πάλι]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) α) <i>παλίνορσον</i><br />[[πάλι]] [[προς]] τα [[πίσω]]<br />β) (<b>αττ. τ.</b>) <i>παλίνορρον</i><br />με βίαιο τιναγμό [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορσος</i> / -<i>ορτος</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>όρνυμι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>θέ</i>-<i>ορτος</i>].
|mltxt=[[παλίνορσος]], -ον (ΑΜ, Α και [[παλίνορτος]], -ον και αττ. τ. ουδ. παλίνορρον)<br />αυτός που ορμά ή τινάζεται [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υποτροπιάζει («ἤν ἡ νοῦσος [[παλίνορσος]] ὀφθῇ», Αρετ.)<br /><b>2.</b> αυτός που ορμά [[πάλι]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) α) <i>παλίνορσον</i><br />[[πάλι]] [[προς]] τα [[πίσω]]<br />β) (<b>αττ. τ.</b>) <i>παλίνορρον</i><br />με βίαιο τιναγμό [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορσος</i> / -<i>ορτος</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>όρνυμι</i>), [[πρβλ]]. [[θέορτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:40, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐνορσος Medium diacritics: παλίνορσος Low diacritics: παλίνορσος Capitals: ΠΑΛΙΝΟΡΣΟΣ
Transliteration A: palínorsos Transliteration B: palinorsos Transliteration C: palinorsos Beta Code: pali/norsos

English (LSJ)

ον, backwards, back, ὡς ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη Il.3.33, cf. Emp.35.1; ἄγε νῆα… π. ἐς Ἑλλάδα A.R.1.416; π. φορή retrograde movement, Aret.SA2.5; recurrent, ἣν ἡ νοῦσος π. ὀφθῇ Id.CD1.5: neut. as adverb, back again, AP7.608 (Eutolm.): Att. πᾰλίνορρον, with a backward wrench, Ar.Ach.1179. (-ορσος prob. = ὄρρος, cf. παλιμπυγηδόν.)

German (Pape)

[Seite 450] zurückeilend, zurückkehrend; ὡς δ' ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη, Il. 3, 33; zurück, ἄγε νῆα κεῖσέ τε καὶ παλίνορσον εἰς Ἑλλάδα, Ap. Rh. 1, 416. 2, 576 u. a. sp. D., wie Coluth. 47; Ep. athl. Stat. 15 (XV, 44).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'élance en arrière, qui revient vivement sur ses pas, qui recule.
Étymologie: πάλιν, ὄρνυμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίνορσος -ον, Att. ook παλίνορρος [πάλιν, ὄρνυμαι] achterwaarts, terugdeinzend; uitbr. naar achteren verdraaid, verzwikt. Aristoph. Ach. 1179.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίνορσος: (ῐ) Hom. = παλινόρμενος.

English (Autenrieth)

(ὄρνῦμι): springing back, recoiling, Il. 3.33†.

Greek Monolingual

παλίνορσος, -ον (ΑΜ, Α και παλίνορτος, -ον και αττ. τ. ουδ. παλίνορρον)
αυτός που ορμά ή τινάζεται προς τα πίσω
αρχ.
1. αυτός που υποτροπιάζει («ἤν ἡ νοῦσος παλίνορσος ὀφθῇ», Αρετ.)
2. αυτός που ορμά πάλι
3. (το ουδ. ως επίρρ.) α) παλίνορσον
πάλι προς τα πίσω
β) (αττ. τ.) παλίνορρον
με βίαιο τιναγμό προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -ορσος / -ορτος (βλ. λ. όρνυμι), πρβλ. θέορτος].

Greek Monotonic

πᾰλίνορσος: -ον (ὄρνυμι), αυτός που τινάσσεται προς τα πίσω, σε Ομήρ. Ιλ.· ουδ. ως επίρρ., πίσω ξανά, σε Ανθ.· στην Αττ., παλίνορρον, με τίναγμα προς τα πίσω, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίνορσος: -ον, (ὄρνυμι) ὁ ὁρμῶν ἢ τινασσόμενος πρὸς τὰ ὀπίσω, ὡς ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη Ἰλ. Γ. 33. νῆα ... π. ἐς Ἑλλάδα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 416. πρβλ. παλινόρμενος, παλίνορτος· - ὡσαύτως οὐδ. ὡς ἐπίρρ., πάλιν ὀπίσω, Ἐμπεδ. 365, Ἀνθ. Π. 7. 608· Ἀττ. παλίνορρον, μὲ τιναγμὸν πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1179 Elmsl. (κοινῶς παλίνορον).

Middle Liddell

πᾰλίν-ορσος, ον, ὄρνυμι
starting back, Il.:—neut. as adv. back again, Anth.; attic παλίνορρον, with a backward wrench, Ar.