σύγκρατος: Difference between revisions
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br /><b>1.</b> [[ανάμικτος]]<br /><b>2.</b> [[στενά]] συνδεδεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κράτος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρατού [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]», <b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>κρά</i>-<i>θην</i>), | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br /><b>1.</b> [[ανάμικτος]]<br /><b>2.</b> [[στενά]] συνδεδεμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κράτος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρατού [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]», <b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἐ</i>-<i>κρά</i>-<i>θην</i>), [[πρβλ]]. [[εὔκρατος]]].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο, Ν [[συγκρατώ]]<br />(στον <b>Ερωτόκρ.</b>) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται σε [[δεμάτι]] («κόβγει και ρίχνει τσι [πλεξούδες] σύγκρατες [[δίχως]] πόνο»).<br /><b>(III)</b><br />-η, -ο, Ν<br />(<b>ιδιωμ. τ.</b>) αναμεμιγμένος με [[κρέας]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:48, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, mixed together, Luc.Am.12, Hld.3.15; closely united, σ. ζεῦγος E.Andr.495 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 969] zusammengemischt, Luc. am. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 mélangé, uni;
2 fig. fortement uni.
Étymologie: συγκεράννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγκρᾱτος -ον [συγκεράννυμι] gemengd; overdr.. τόδε σύγκρατον ζεῦγος dat nauwverbonden paar Eur. Andr. 495.
Russian (Dvoretsky)
σύγκρᾱτος: [adj. verb. к συγκεράννυμι
1 смешанный Luc.;
2 крепко соединенный, тесно связанный (ζεῦγος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
σύγκρᾱτος: -ον, συμμεμιγμένος, ἀνάμικτος, Λουκ. Ἔρωτ. 12, Ἡλιόδ. 3. 15, κτλ.· στενῶς ἡνωμένος, συνδεδεμένος, σ. ζεῦγος Εὐρ. Ἀνδρ. 494.
Greek Monolingual
(I)
-ον, Α
1. ανάμικτος
2. στενά συνδεδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κράτος (< θ. κρατού κεράννυμι «αναμιγνύω», πρβλ. αόρ. β' ἐ-κρά-θην), πρβλ. εὔκρατος].
(II)
-η, -ο, Ν συγκρατώ
(στον Ερωτόκρ.) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται σε δεμάτι («κόβγει και ρίχνει τσι [πλεξούδες] σύγκρατες δίχως πόνο»).
(III)
-η, -ο, Ν
(ιδιωμ. τ.) αναμεμιγμένος με κρέας.
Greek Monotonic
σύγκρᾱτος: -ον (κεράννυμι), αυτός που έχει αναμιχθεί με κάποιον άλλο, ανάμεικτος, ανακατωμένος, αυτός που είναι στενά συνδεδεμένος με, σε Ευρ.
Middle Liddell
σύγ-κρᾱτος, ον, κεράννυμι
mixed together, closely united, Eur.