πικρόχολος: Difference between revisions
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πικρόχολος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή [[χολή]], [[δύσθυμος]], [[στρυφνός]], [[αντιπαθητικός]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] [[πικράδα]], [[γεμάτος]] [[κακία]] (α. «πικρόχολη [[απάντηση]]» β. «πικρόχολα [[λόγια]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χολώδης]], [[χολερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χόλος]] ( | |mltxt=-η, -ο / [[πικρόχολος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή [[χολή]], [[δύσθυμος]], [[στρυφνός]], [[αντιπαθητικός]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] [[πικράδα]], [[γεμάτος]] [[κακία]] (α. «πικρόχολη [[απάντηση]]» β. «πικρόχολα [[λόγια]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χολώδης]], [[χολερικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χόλος]] ([[πρβλ]]. [[μελάγχολος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:55, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, full of bitter bile, bilious, opp. μελάγχολος ; οἱ π. τὰ ἄνω Hp.Acut.34, cf. 61, Aret.SA 1.5; π. χυμός Gal.6.247: metaph., splenetic, AP7.69 (Jul.).
German (Pape)
[Seite 615] von, mit bitterer Galle, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a une bile amère ; fig. acariâtre, acerbe.
Étymologie: πικρός, χόλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πικρόχολος -ον [πικρός, χολή] vol gal.
Russian (Dvoretsky)
πικρόχολος: желчный, язвительный (στόμα Anth.).
Greek Monolingual
-η, -ο / πικρόχολος, -ον, ΝΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που συμπεριφέρεται σαν πικρή χολή, δύσθυμος, στρυφνός, αντιπαθητικός
2. γεμάτος πικράδα, γεμάτος κακία (α. «πικρόχολη απάντηση» β. «πικρόχολα λόγια»)
μσν.-αρχ.
χολώδης, χολερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + χόλος (πρβλ. μελάγχολος)].
Greek Monotonic
πικρόχολος: -ον, αυτός που είναι γεμάτος με πικρή χολή, κακόβουλος, μοχθηρός, πικρόχολος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πικρόχολος: -ον, ὁ πλήρης πικρᾶς χολῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελάγχολος· τὰ ἄνω π. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· μεταφορ. ὀξύθυμος, ὀργίλος, Ἀνθ. Π. 7. 69· ― πικροχολία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μελαγχολία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.