ράσσω: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. [[ῥήσσω]] Α<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον, τον [[ρίχνω]] [[κάτω]] βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πατάσσω]], [[τιμωρώ]] αυστηρά («ῥαξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπὶ ὄρός Σιὼν ἐπ' αὺτόν», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (για χορευτές) [[χτυπώ]] το [[έδαφος]] [[δυνατά]] με τα πόδια («[[πέδον]] ῥήσσωσι πόδεσσι», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>4.</b> [[κρούω]], [[χτυπώ]] [[δυνατά]] («ῥήσσειν τύμπανα», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[ῥάσσω]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fρᾶχ</i>-<i>jω</i>, <b>πρβλ.</b> <i>ῥαχ</i>-<i>ία</i>) μπορεί πιθ. να αναχθεί σε μια ΙΕ [[ρίζα]] <i>wr</i><i>ā</i><i>ĝh</i>- «[[χτυπώ]]» και να συνδεθεί με ρωσ. <i>raziti</i> «[[χτυπώ]]», τσέχικο <i>raz</i> «[[χτύπημα]]». Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το ρ. [[ῥάσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fραχ</i>-<i>jώ</i>) συνδέεται με το ρ. [[ἀράσσω]] «[[ορμώ]], [[χτυπώ]] [[δυνατά]]» με μια [[εναλλαγή]] μονοσύλλαβου - δισύλλαβου θέματος (<i>Fρά</i>-<i>σσω</i>: <i>Fαρά</i>-<i>σσω</i>) ανάλογη με αυτήν στα ρ. <i>θρά</i>-<i>σσω</i>: <i>ταρά</i>-<i>σσω</i>. Η [[άποψη]], όμως, αυτή δεν θεωρείται πιθανή λόγω της απουσίας αρκτικού <i>F</i>- στο ρ. [[ἀράσσω]] (<b>βλ.</b> και λ. [[αράσσω]]). Στους μεταγενέστερους χρόνους η [[οικογένεια]] του ρ. [[ῥάσσω]] συγχεόταν [[συχνά]] με αυτήν του ρ. [[ῥήγνυμι]] «[[σπάζω]]» (ανάλογη [[σύγχυση]] παρατηρείται πιθ. και με τους σλαβ. τ., <b>πρβλ.</b> ρωσ. <i>raziti</i> «[[χτυπώ]]» και ρωσ. <i>rezati</i> «[[χτυπώ]]», αρχ. σλαβ. <i>r</i><i>ě</i><i>zati</i> «[[κόπτω]]»)].
|mltxt=και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. [[ῥήσσω]] Α<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον, τον [[ρίχνω]] [[κάτω]] βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πατάσσω]], [[τιμωρώ]] αυστηρά («ῥαξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπὶ ὄρός Σιὼν ἐπ' αὺτόν», ΠΔ)<br /><b>3.</b> (για χορευτές) [[χτυπώ]] το [[έδαφος]] [[δυνατά]] με τα πόδια («[[πέδον]] ῥήσσωσι πόδεσσι», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>4.</b> [[κρούω]], [[χτυπώ]] [[δυνατά]] («ῥήσσειν τύμπανα», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[ῥάσσω]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fρᾶχ</i>-<i>jω</i>, [[πρβλ]]. [[ῥαχία]]) μπορεί πιθ. να αναχθεί σε μια ΙΕ [[ρίζα]] <i>wr</i><i>ā</i><i>ĝh</i>- «[[χτυπώ]]» και να συνδεθεί με ρωσ. <i>raziti</i> «[[χτυπώ]]», τσέχικο <i>raz</i> «[[χτύπημα]]». Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το ρ. [[ῥάσσω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>Fραχ</i>-<i>jώ</i>) συνδέεται με το ρ. [[ἀράσσω]] «[[ορμώ]], [[χτυπώ]] [[δυνατά]]» με μια [[εναλλαγή]] μονοσύλλαβου - δισύλλαβου θέματος (<i>Fρά</i>-<i>σσω</i>: <i>Fαρά</i>-<i>σσω</i>) ανάλογη με αυτήν στα ρ. <i>θρά</i>-<i>σσω</i>: <i>ταρά</i>-<i>σσω</i>. Η [[άποψη]], όμως, αυτή δεν θεωρείται πιθανή λόγω της απουσίας αρκτικού <i>F</i>- στο ρ. [[ἀράσσω]] (<b>βλ.</b> και λ. [[αράσσω]]). Στους μεταγενέστερους χρόνους η [[οικογένεια]] του ρ. [[ῥάσσω]] συγχεόταν [[συχνά]] με αυτήν του ρ. [[ῥήγνυμι]] «[[σπάζω]]» (ανάλογη [[σύγχυση]] παρατηρείται πιθ. και με τους σλαβ. τ., <b>πρβλ.</b> ρωσ. <i>raziti</i> «[[χτυπώ]]» και ρωσ. <i>rezati</i> «[[χτυπώ]]», αρχ. σλαβ. <i>r</i><i>ě</i><i>zati</i> «[[κόπτω]]»)].
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=καί ράττω (=[[χτυπῶ]], ρίχνω καταγῆς, [[συντρίβω]]). Ἀπό ρίζα ϝραγ → ράγ + j + ω = [[ράσσω]], ([[ἔχει]] σχέση μέ τό [[ρήγνυμι]]).<br><b>Παράγωγα:</b> ράγδην (=[[βίαια]]), ραγδαῖος (=[[ὁρμητικός]]), ρακτήριος, ρακτός (=[[τραχύς]]), [[σύρραξις]] (=[[σύγκρουση]]), καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[ρήγνυμι]].
|mantxt=καί ράττω (=[[χτυπῶ]], ρίχνω καταγῆς, [[συντρίβω]]). Ἀπό ρίζα ϝραγ → ράγ + j + ω = [[ράσσω]], ([[ἔχει]] σχέση μέ τό [[ρήγνυμι]]).<br><b>Παράγωγα:</b> ράγδην (=[[βίαια]]), ραγδαῖος (=[[ὁρμητικός]]), ρακτήριος, ρακτός (=[[τραχύς]]), [[σύρραξις]] (=[[σύγκρουση]]), καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[ρήγνυμι]].
}}
}}

Latest revision as of 16:15, 11 May 2023

Greek Monolingual

και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α
1. χτυπώ κάποιον, τον ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.)
2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπὶ ὄρός Σιὼν ἐπ' αὺτόν», ΠΔ)
3. (για χορευτές) χτυπώ το έδαφος δυνατά με τα πόδια («πέδον ῥήσσωσι πόδεσσι», Απολλ. Ρόδ.)
4. κρούω, χτυπώ δυνατά («ῥήσσειν τύμπανα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. ῥάσσω (πιθ. < Fρᾶχ-, πρβλ. ῥαχία) μπορεί πιθ. να αναχθεί σε μια ΙΕ ρίζα wrāĝh- «χτυπώ» και να συνδεθεί με ρωσ. raziti «χτυπώ», τσέχικο raz «χτύπημα». Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. ῥάσσω (< Fραχ-) συνδέεται με το ρ. ἀράσσω «ορμώ, χτυπώ δυνατά» με μια εναλλαγή μονοσύλλαβου - δισύλλαβου θέματος (Fρά-σσω: Fαρά-σσω) ανάλογη με αυτήν στα ρ. θρά-σσω: ταρά-σσω. Η άποψη, όμως, αυτή δεν θεωρείται πιθανή λόγω της απουσίας αρκτικού F- στο ρ. ἀράσσω (βλ. και λ. αράσσω). Στους μεταγενέστερους χρόνους η οικογένεια του ρ. ῥάσσω συγχεόταν συχνά με αυτήν του ρ. ῥήγνυμι «σπάζω» (ανάλογη σύγχυση παρατηρείται πιθ. και με τους σλαβ. τ., πρβλ. ρωσ. raziti «χτυπώ» και ρωσ. rezati «χτυπώ», αρχ. σλαβ. rězati «κόπτω»)].

Mantoulidis Etymological

καί ράττω (=χτυπῶ, ρίχνω καταγῆς, συντρίβω). Ἀπό ρίζα ϝραγ → ράγ + j + ω = ράσσω, (ἔχει σχέση μέ τό ρήγνυμι).
Παράγωγα: ράγδην (=βίαια), ραγδαῖος (=ὁρμητικός), ρακτήριος, ρακτός (=τραχύς), σύρραξις (=σύγκρουση), καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα ρήγνυμι.