τρίχινος: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3, $4$5 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίχινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />κατασκευασμένος από [[τρίχες]] (α. «τρίχινα [[σχοινιά]]» β. «τριχίνους χιτῶνας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρίχινον</i><br />[[ένδυμα]] υφασμένο από [[τρίχες]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[δορά]]) αυτός που έχει [[τρίχες]] («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πήλ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[τρίχινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />κατασκευασμένος από [[τρίχες]] (α. «τρίχινα [[σχοινιά]]» β. «τριχίνους χιτῶνας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρίχινον</i><br />[[ένδυμα]] υφασμένο από [[τρίχες]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[δορά]]) αυτός που έχει [[τρίχες]] («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[πήλινος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 16:34, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐ́χῐνος Medium diacritics: τρίχινος Low diacritics: τρίχινος Capitals: ΤΡΙΧΙΝΟΣ
Transliteration A: tríchinos Transliteration B: trichinos Transliteration C: trichinos Beta Code: tri/xinos

English (LSJ)

η, ον,
A of hair, περικαλύμματα Pl.Plt.279e, cf. Poll.7.208; χιτῶνες X.An.4.8.3; σάκκοι, σάκκος, PSI4.427.3 (iii B. C.), PTeb.796.10 (ii B. C.), Apoc. 6.12, Sor.2.85, PGoodsp.Cair.30 xxxix 15 (ii A. D.); ἱδρῷα BGU1515 (iii B. C.); ῥάκη Alciphr.3.42.

German (Pape)

[Seite 1150] von, aus Haaren, hären; Plat. Polit. 279 e; Xen. An. 4, 8, 3; ῥάκη Alciphr. 3, 42.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait de crin ou de poils.
Étymologie: θρίξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίχινος -η -ον [θρίξ] van haren, van haar, uit haar bestaand.

Russian (Dvoretsky)

τρίχῐνος: (ρῐ) волосяной (χιτῶνες Xen.; περικαλύμματα Plat.): σάκκος τ. NT власяница.

English (Strong)

from θρίξ; hairy, i.e. made of hair (mohair): of hair.

English (Thayer)

τρίχινη, τρίχινον (θρίξ, which see), made of hair (Vulg. cilicinus): σάκκος, b.). (Xenophon, Plato, the Sept., others.)

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίχινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
κατασκευασμένος από τρίχες (α. «τρίχινα σχοινιά» β. «τριχίνους χιτῶνας», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχινον
ένδυμα υφασμένο από τρίχες
αρχ.
(για δορά) αυτός που έχει τρίχες («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. -ινος (πρβλ. πήλινος)].

Greek Monotonic

τρίχῐνος: -η, -ον (θρίξ, τριχ-ός), φτιαγμένος από τρίχες, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ τριχῶν πεποιημένος, περικαλύμματα Πλάτ. Πολιτικ. 279Ε· χιτῶνες Ξεν. Ἀν. 4. 8, 3. ΙΙ. τρίχινον, τό, ἔνδυμα ἐκ τριχῶν, Πολυδ. Ζ΄, 208.

Middle Liddell

τρίχῐνος, η, ον θρίξ, τριχός
of hair, Xen.

Chinese

原文音譯:tr⋯cinoj 特里希挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:髮狀的
字義溯源:毛狀的,毛製的,毛;源自(θρίξ / δέρρις)*=髮)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 毛(1) 啓6:12

English (Woodhouse)

made of hair

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)