ὀνείδειος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνείδειος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ονειδιστικός]], [[εξυβριστικός]]<br /><b>2.</b> [[εξευτελιστικός]], [[ταπεινωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>παίδ</i>-<i>ειος</i>)].
|mltxt=[[ὀνείδειος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ονειδιστικός]], [[εξυβριστικός]]<br /><b>2.</b> [[εξευτελιστικός]], [[ταπεινωτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνειδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. [[παίδειος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:55, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνείδειος Medium diacritics: ὀνείδειος Low diacritics: ονείδειος Capitals: ΟΝΕΙΔΕΙΟΣ
Transliteration A: oneídeios Transliteration B: oneideios Transliteration C: oneideios Beta Code: o)nei/deios

English (LSJ)

ον, A reproachful, ὀνειδείοις ἐπέεσσι with words of reproach, Il.1.519, etc.; once in Od., 18.326; ὀ. μῦθος Il.21.393. 2 dishonourable, ψωμὸς ὀ., of the fruits of begging, AP9.573 (Ammian.).

German (Pape)

[Seite 345] ον, schimpfend, tadelnd; ὀνειδείοις ἐπέεσσι, mit Schimpf- oder Schmähworten, Od. 18, 326; oft in der ll., auch μῦθος ὀν., Il. 21, 393. 471; einzeln bei sp. D., ψωμός, Ammian. 25 (IX, 573).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
injurieux, outrageant.
Étymologie: ὄνειδος.

Russian (Dvoretsky)

ὀνείδειος:
1 бранный, ругательный (ἔπεα, μῦθος Hom.);
2 постыдный, позорящий (ψωμός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀνείδειος: -ον, ὀνειδιστικός, ὀνείδους πλήρης, ὀνειδείοις ἐπέεσσι, διὰ λέξεων ὀνειδιστικῶν, Ἰλ. Α. 519, κτλ.˙ ἐν τῇ Ὀδ. μόνον ἅπαξ, Σ 326 οὕτω. μῦθος ὀν. Ἰλ. Φ. 393. 2) ἀτιμαστικός, ἄτιμος, ψωμὸς ὀν., ὁ ἐκ τῆς ἐπαιτείας, Ἀνθολ. Π. 9. 573.

English (Autenrieth)

(ὄνειδος): reproachful; μῦθος. ἔπεα, and without ἔπος, Il. 22.497.

Greek Monolingual

ὀνείδειος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ονειδιστικός, εξυβριστικός
2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειδος + κατάλ. -ειος (πρβλ. παίδειος)].

Greek Monotonic

ὀνείδειος: -ον (ὄνειδος),·
1. καταφρονητικός, σε Όμηρ.
2. αξιοκαταφρόνητος, άτιμος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀνείδειος, ον, ὄνειδος
1. reproachful, Hom.
2. dishonourable, Anth.