ευάγκαλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]\])" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐάγκαλος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[λιμάνι]]) [[πλατύς]], [[ευρύχωρος]] («λιμένες εὐάγκαλοι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται στην [[αγκαλιά]] εύκολα, ευχάριστα, ο [[ευπρόσδεκτος]] («[[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκαλον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ [[Αἰνείας]]... ἐξῆγε φόρτον... εὐάγκαλον», Αιλ.)<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] [[ευχάριστος]] να τον αγκαλιάσει [[κάποιος]] («εὐάγκαλον ἀνδράσιν [[ὁμίλημα]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λόγοι εὐάγκαλοι» — ευπρόσδεκτα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αγκαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άγκαλος]], [[παράλληλος]] [[σχηματισμός]] του [[αγκάλη]]), [[πρβλ]]. <i>υπ</i>-[[άγκαλος]]].
|mltxt=[[εὐάγκαλος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[λιμάνι]]) [[πλατύς]], [[ευρύχωρος]] («λιμένες εὐάγκαλοι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται στην [[αγκαλιά]] εύκολα, ευχάριστα, ο [[ευπρόσδεκτος]] («[[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκαλον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ [[Αἰνείας]]... ἐξῆγε φόρτον... εὐάγκαλον», Αιλ.)<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] [[ευχάριστος]] να τον αγκαλιάσει [[κάποιος]] («εὐάγκαλον ἀνδράσιν [[ὁμίλημα]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λόγοι εὐάγκαλοι» — ευπρόσδεκτα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αγκαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άγκαλος]], [[παράλληλος]] [[σχηματισμός]] του [[αγκάλη]]), [[πρβλ]]. [[υπάγκαλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:05, 15 May 2023

Greek Monolingual

εὐάγκαλος, -ον (ΑΜ)
μσν.
(για λιμάνι) πλατύς, ευρύχωρος («λιμένες εὐάγκαλοι», Ευστ.)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται στην αγκαλιά εύκολα, ευχάριστα, ο ευπρόσδεκτοςἄχθος οὐκ εὐάγκαλον», Αισχύλ.)
2. αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ Αἰνείας... ἐξῆγε φόρτον... εὐάγκαλον», Αιλ.)
3. αυτός που είναι ευχάριστος να τον αγκαλιάσει κάποιος («εὐάγκαλον ἀνδράσιν ὁμίλημα», Λουκιαν.)
4. φρ. «λόγοι εὐάγκαλοι» — ευπρόσδεκτα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγκαλος (< άγκαλος, παράλληλος σχηματισμός του αγκάλη), πρβλ. υπάγκαλος].