συνοδίτης: Difference between revisions
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synoditis | |Transliteration C=synoditis | ||
|Beta Code=sunodi/ths | |Beta Code=sunodi/ths | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, < | |Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[member]] of a [[σύνοδος]] (B) ''1'', ''IG''22.1348.19, 14.2000 (Rome, ii A.D.), ''Sammelb.''4549.10 (iii A.D.).<br><span class="bld">II</span> = Latin ''Comes'', [[καίσαρος συνοδίτης]] ''BGU''1137.9 (i B.C.).<br><span class="bld">III</span> [[relating]] to the [[σύνοδος]] (B. 11.2) of [[sun]] and [[moon]], λίθοι Dam.''Isid.''233. (Freq. written [[συνοδείτης]].) | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> compagnon de route;<br /><b>2</b> qui concerne la rencontre du soleil et de la lune.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὁδίτης]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[compagnon de route]];<br /><b>2</b> [[qui concerne la rencontre du soleil et de la lune]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὁδίτης]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῑ], ὁ, <i>[[Mitwanderer]], [[Reisegefährte]]</i>, Sp. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνοδίτης:''' ου (ῑ) ὁ спутник или попутчик Anth. | |elrutext='''συνοδίτης:''' ου (ῑ) ὁ [[спутник или попутчик]] Anth. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 20: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[συνοδίτης]] [[φθόγγος]]»<br /><b>γλωσσ.</b> [[φθόγγος]] που χρησιμοποιείται με σκοπό την [[ευφωνία]] και τον περιορισμό της χασμωδίας μέσω της ανάπτυξης, όπως λ.χ. στις λέξεις τραγούδιjα = τραγούδγια, καλοκαίριjα = καλοκαίργια, κορίτσιjα = κορίτσχια<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]]<br /><b>2.</b> ο [[συνοδικός]], αυτός που αποδέχεται τις αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ανήκει σε [[μοναστήρι]] [[αλλά]] δεν διαμένει σ' αυτό («[[κληρικός]] ἢ μοναχὸς ἢ καλούμενος Συνοδίτης», Κωδ. Ιουστιν.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέλος]] συνόδου, [[μέλος]] συνέλευσης<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνοδός]] («[[βλαπτικός]] [[συνοδίτης]] ἡ [[ἀπορία]]», Προκ. Γαζ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] λίθου που, όπως πιστευόταν, έχει [[σχέση]] με τη σύνοδο Ηλίου και Σελήνης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Καίσαρος [[συνοδίτης]]» — [[κόμης]] <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνοδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ( | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[συνοδίτης]] [[φθόγγος]]»<br /><b>γλωσσ.</b> [[φθόγγος]] που χρησιμοποιείται με σκοπό την [[ευφωνία]] και τον περιορισμό της χασμωδίας μέσω της ανάπτυξης, όπως λ.χ. στις λέξεις τραγούδιjα = τραγούδγια, καλοκαίριjα = καλοκαίργια, κορίτσιjα = κορίτσχια<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συνοδοιπόρος]], [[συνταξιδιώτης]]<br /><b>2.</b> ο [[συνοδικός]], αυτός που αποδέχεται τις αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ανήκει σε [[μοναστήρι]] [[αλλά]] δεν διαμένει σ' αυτό («[[κληρικός]] ἢ μοναχὸς ἢ καλούμενος Συνοδίτης», Κωδ. Ιουστιν.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέλος]] συνόδου, [[μέλος]] συνέλευσης<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συνοδός]] («[[βλαπτικός]] [[συνοδίτης]] ἡ [[ἀπορία]]», Προκ. Γαζ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] λίθου που, όπως πιστευόταν, έχει [[σχέση]] με τη σύνοδο Ηλίου και Σελήνης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Καίσαρος [[συνοδίτης]]» — [[κόμης]] <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνοδος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[πολίτης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=συν-οδῑ́της, ου, ὁ,<br />the [[member]] of a [[σύνοδος]], Anth. | |mdlsjtxt=συν-οδῑ́της, ου, ὁ,<br />the [[member]] of a [[σύνοδος]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:56, 24 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A member of a σύνοδος (B) 1, IG22.1348.19, 14.2000 (Rome, ii A.D.), Sammelb.4549.10 (iii A.D.).
II = Latin Comes, καίσαρος συνοδίτης BGU1137.9 (i B.C.).
III relating to the σύνοδος (B. 11.2) of sun and moon, λίθοι Dam.Isid.233. (Freq. written συνοδείτης.)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 compagnon de route;
2 qui concerne la rencontre du soleil et de la lune.
Étymologie: σύν, ὁδίτης.
German (Pape)
[ῑ], ὁ, Mitwanderer, Reisegefährte, Sp.
Russian (Dvoretsky)
συνοδίτης: ου (ῑ) ὁ спутник или попутчик Anth.
Greek (Liddell-Scott)
συνοδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, μέλος συνόδου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 252. 2) παρὰ τοῖς Ἐκκλ., συνοδῖται, οἱ, α) οὕτως ἐκαλοῦντο οἱ ἀνήκοντες εἴς τι μοναστήριον διαφέροντες τῶν μοναχῶν. β) οἱ ἀποδεχόμενοι ὡς ἔγκυρον τὴν ἐν Χαλκηδόνι Σύνοδον καλούμενοι καὶ συνοδικοί. ΙΙ. συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης, συνοδῖτα Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2264r. ΙΙΙ. ὁ ἔχων σχέσιν πρὸς τὴν σύνοδον (ΙΙ. 3) τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Δαμάσκ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 349. 27.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
φρ. «συνοδίτης φθόγγος»
γλωσσ. φθόγγος που χρησιμοποιείται με σκοπό την ευφωνία και τον περιορισμό της χασμωδίας μέσω της ανάπτυξης, όπως λ.χ. στις λέξεις τραγούδιjα = τραγούδγια, καλοκαίριjα = καλοκαίργια, κορίτσιjα = κορίτσχια
νεοελλ.-μσν.
1. συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης
2. ο συνοδικός, αυτός που αποδέχεται τις αποφάσεις της Συνόδου της Χαλκηδόνος
μσν.
αυτός που ανήκει σε μοναστήρι αλλά δεν διαμένει σ' αυτό («κληρικός ἢ μοναχὸς ἢ καλούμενος Συνοδίτης», Κωδ. Ιουστιν.)
μσν.-αρχ.
1. μέλος συνόδου, μέλος συνέλευσης
2. μτφ. συνοδός («βλαπτικός συνοδίτης ἡ ἀπορία», Προκ. Γαζ.
αρχ.
1. ονομασία λίθου που, όπως πιστευόταν, έχει σχέση με τη σύνοδο Ηλίου και Σελήνης
2. φρ. «Καίσαρος συνοδίτης» — κόμης επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνοδος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολίτης)].
Greek Monotonic
συνοδίτης: [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που είναι μέλος συνόδου (σύνοδος), είναι δηλ. μέλος ενός ομίλου, μιας συντροφιάς, συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης, σε Ανθ.