ῥοΐσκος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=roiskos | |Transliteration C=roiskos | ||
|Beta Code=r(oi/+skos | |Beta Code=r(oi/+skos | ||
|Definition=(A), ὁ, Dim. of [[ῥόα]], < | |Definition=(A), ὁ, ''Dim. of'' [[ῥόα]],<br><span class="bld">A</span> [[small pomegranate]]: hence, [[knob]] or [[tassel shaped like a pomegranate]], [[LXX]] ''Ex.''28.29(33), al., J.''AJ''3.7.4.<br /><br />(B), ὁ, ''Dim. of'' [[ῥοή]], [[rivulet]], [[brook]], IG14.352 i 16, al. (Halaesa). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[ῥοΐσκος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> μικρό [[ρόδι]]<br /><b>2.</b> [[κουμπί]] ή [[θύσανος]], με [[σχήμα]] ή με [[χρώμα]] ρόιδου, [[κόσμημα]] τών ιερατικών στολών, [[κυρίως]] στο στιχάριο του διακόνου και στον σάκο τών αρχιερέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥόα</i> «[[ροδιά]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο / [[ῥοΐσκος]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> μικρό [[ρόδι]]<br /><b>2.</b> [[κουμπί]] ή [[θύσανος]], με [[σχήμα]] ή με [[χρώμα]] ρόιδου, [[κόσμημα]] τών ιερατικών στολών, [[κυρίως]] στο στιχάριο του διακόνου και στον σάκο τών αρχιερέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥόα</i> «[[ροδιά]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ίσκος</i> ([[πρβλ]]. [[καλαμίσκος]]). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από την Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> <i>roiko</i>)].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α [[ῥόος]] / <i>ῥοή</i>]<br />μικρό [[ρυάκι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:06, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), ὁ, Dim. of ῥόα,
A small pomegranate: hence, knob or tassel shaped like a pomegranate, LXX Ex.28.29(33), al., J.AJ3.7.4.
(B), ὁ, Dim. of ῥοή, rivulet, brook, IG14.352 i 16, al. (Halaesa).
German (Pape)
[Seite 848] ὁ, dim. von ῥόος, kleiner Fluß, Bächlein, kleiner Wassergraben, Inscr. ὁ, dim. von ῥόα, eine kleine Granate, auch eine Bommel, Troddel. von Gestalt einer Granate, die als Zierrath getragen wurde, LXX.
Russian (Dvoretsky)
ῥοΐσκος: ὁ [demin. к ῥοιά помпон (украшение на платье) Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοΐσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ ῥόα, μικρὰ ῥοιά, ὡσαύτως κόμπος κοσμητικὸς ἢ κροσσὸς ἔχων τὸ χρῶμα ῥοϊδίου. Λύκων παρὰ Διογ. Λ. 5. 72, Ἑβδ (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 29), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 4, πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 343. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ῥοΐσκοι, κόμποι χρυσοΰφαντοι, ὅμοιοι ῥοιαῖς, εἰς κόσμον δὲ ὄντες τῆς τοῦ ἱερέως στολῆς».
Greek Monolingual
(I)
ο / ῥοΐσκος, ΝΜΑ
1. μικρό ρόδι
2. κουμπί ή θύσανος, με σχήμα ή με χρώμα ρόιδου, κόσμημα τών ιερατικών στολών, κυρίως στο στιχάριο του διακόνου και στον σάκο τών αρχιερέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόα «ροδιά» + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. καλαμίσκος). Ο τ. μαρτυρείται ήδη από την Μυκηναϊκή (πρβλ. roiko)].
(II)
ὁ, Α ῥόος / ῥοή]
μικρό ρυάκι.