λιάζω: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=liazo | |Transliteration C=liazo | ||
|Beta Code=lia/zw | |Beta Code=lia/zw | ||
|Definition=(A), v. | |Definition=(A), v. [[λιάζομαι]] sub fin.<br /><br />(B), ([[λίαν]]) to [[be over-enthusiastic]], [παρὰ τὸ] λίαν λιάζειν A.D. ''Pron.''34.27; <b class="b3">λιάζειν· λίαν ἐσπουδακέναι</b>, Phot. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 16:06, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), v. λιάζομαι sub fin.
(B), (λίαν) to be over-enthusiastic, [παρὰ τὸ] λίαν λιάζειν A.D. Pron.34.27; λιάζειν· λίαν ἐσπουδακέναι, Phot.
German (Pape)
[Seite 41] beugen, vgl. ἀλίαστος, Buttm. Lexil. I, 73 ff.; Hesych. erkl. ῥίπτειν, ταράσσειν; – im Gebrauch war nur λιάζομαι, ἐλιάσθην, seitwärts ausweichen, weggehen, gew. von Menschen, ἑτάρων ἄφαρ ἕζετο νόσφι λιασθείς, Il. 1, 349 u. öfter, beim Angriff, 15, 520. 21, 255, ἐκ ποταμοῖο, ἀπὸ πυρκαϊῆς, aus dem Strom entrinnend, vom Scheiterhaufen weggehend, Od. 5, 462 Il. 23, 231, δεῦρο λιάσθης, hierher entwichst du, 22, 12. Auch von den Meereswellen, ἀμφὶ δ' ἄρα σφι λιάζετο κῦμα θαλάσσης, die Woge wich zur Seite um die aus der Tiefe des Meeres heraufsteigenden Göttinnen, Il. 24, 96; vom Traumbilde entschwinden, λιάσθη ἐς πνοιὰς ἀνέμων Od. 4, 838. – Zuweilen = ausgleiten, sinken, πρηνὴς ἐλιάσθη, er fiel vornüber, Il. 15, 543, προτὶ γαίῃ, 20, 418. 420; αὐτὰρ ὁ ὄρνις αὐχέν' ἀπεκρέμασεν, σὺν δὲ πτερὰ πυκνὰ λίασθεν, die Flügel sanken, des sterbenden Vogels, 23, 879, wo Aristarch. λίασσεν las, er ließ die Flügel sinken. – Einzeln auch bei sp. D., σπουδῇ πρός σ' ἐλιάσθην Eur. Hec. 100, ὡς ἐν γῇ λελίαστο – Ἰφικλείης Mosch. 4, 118, Ap. Rh.
Greek Monolingual
(I)
λιάζω (Α)
βλ. λιάζομαι.
(II)
λιάζω (Α) λίαν
1. βρίσκομαι σε υπέρμετρο ενθουσιασμό
2. (κατά τον Φώτ.) «λιάζειν
λίαν ἐσπουδακέναι».
(III)
και ηλιάζω (AM ἡλιάζω)
εκθέτω κάτι στην επίδραση τών ηλιακών ακτίνων, απλώνω κάτι στον ήλιο
νεοελλ.
παθ. λιάζομαι
κάθομαι στον ήλιο και ζεσταίνομαι
αρχ.
παθ. α) (για οίνο) αναβράζω, ζυμώνομαι
β) κρεμιέμαι κάπου και εκτίθεμαι στον ήλιο ώσπου να πεθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἡλιάζω < ἥλιος, με αποβολή του αρκτικού άτονου η
(πρβλ. ολίγος: λίγος)].