νεουργός: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
(3b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=neourgos | |Transliteration C=neourgos | ||
|Beta Code=neourgo/s | |Beta Code=neourgo/s | ||
|Definition=(A), όν, | |Definition=(A), όν, [[newmade]], [[new-made]], [[new]], [[ἱμάτιον]] Pl.''R.''495e; φοινικίδες Plu.''Aem.''18.<br /><br />(B), ὁ, ([[ναῦς]]) [[shipbuilder]], Poll.1.84. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0245.png Seite 245]] neu gemacht, neu; [[ἱμάτιον]], Plat. Rep. VI, 495 e; [[ἔλαιον]], Plut. Symp. 8, 10, 1; a. Sp.; [[στολή]], Poll. 1, 25. – Auch = Schiffbauer, Poll. 1, 84. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0245.png Seite 245]] neu gemacht, neu; [[ἱμάτιον]], Plat. Rep. VI, 495 e; [[ἔλαιον]], Plut. Symp. 8, 10, 1; a. Sp.; [[στολή]], Poll. 1, 25. – Auch = Schiffbauer, Poll. 1, 84. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />nouvellement fait <i>ou</i> travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ἔργον]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεουργός:''' [[вновь сделанный]], [[недавно приготовленный]] ([[ἱμάτιον]] Plat.; [[ἔλαιον]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, [[νέος]], [[καινουργής]], [[ἱμάτιον]] Πλάτ. Νόμ. 445Ε. 2) ὁ νεωστὶ ἠροτριωμένος, πρὸ μικροῦ καλλιεργηθείς, γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 3. | |lstext='''νεουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, [[νέος]], [[καινουργής]], [[ἱμάτιον]] Πλάτ. Νόμ. 445Ε. 2) ὁ νεωστὶ ἠροτριωμένος, πρὸ μικροῦ καλλιεργηθείς, γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νεουργός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φτειάχτηκε πρόσφατα («νεουργὸν [[ἱμάτιον]] ἔχοντος, ὡς νυμφίου παρεσκευασμένον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεωργική [[έκταση]]) αυτός που οργώθηκε πρόσφατα («διὰ τὸ νεουργόν τε [[εἶναι]] τῆν γῆν και ἀκάρπωτον», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[νεουργός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φτειάχτηκε πρόσφατα («νεουργὸν [[ἱμάτιον]] ἔχοντος, ὡς νυμφίου παρεσκευασμένον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεωργική [[έκταση]]) αυτός που οργώθηκε πρόσφατα («διὰ τὸ νεουργόν τε [[εἶναι]] τῆν γῆν και ἀκάρπωτον», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[νεουργός]]<br />ο [[ανακαινιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[νεουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο [[ναυπηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νεώς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].<br /> <b>(III)</b><br />[[νεουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει ναό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεώς]], αττ. τ. του <i>νᾱός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεουργός:''' -όν (*[[ἔργον]]), αυτός που φτιάχτηκε πρόσφατα, [[καινούριος]]. | |lsmtext='''νεουργός:''' -όν (*[[ἔργον]]), αυτός που φτιάχτηκε πρόσφατα, [[καινούριος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:06, 24 August 2023
English (LSJ)
(A), όν, newmade, new-made, new, ἱμάτιον Pl.R.495e; φοινικίδες Plu.Aem.18.
(B), ὁ, (ναῦς) shipbuilder, Poll.1.84.
German (Pape)
[Seite 245] neu gemacht, neu; ἱμάτιον, Plat. Rep. VI, 495 e; ἔλαιον, Plut. Symp. 8, 10, 1; a. Sp.; στολή, Poll. 1, 25. – Auch = Schiffbauer, Poll. 1, 84.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
nouvellement fait ou travaillé.
Étymologie: νέος, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
νεουργός: вновь сделанный, недавно приготовленный (ἱμάτιον Plat.; ἔλαιον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νεουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, νέος, καινουργής, ἱμάτιον Πλάτ. Νόμ. 445Ε. 2) ὁ νεωστὶ ἠροτριωμένος, πρὸ μικροῦ καλλιεργηθείς, γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 3.
Greek Monolingual
(I)
νεουργός, -όν (Α)
1. αυτός που φτειάχτηκε πρόσφατα («νεουργὸν ἱμάτιον ἔχοντος, ὡς νυμφίου παρεσκευασμένον», Πλάτ.)
2. (για γεωργική έκταση) αυτός που οργώθηκε πρόσφατα («διὰ τὸ νεουργόν τε εἶναι τῆν γῆν και ἀκάρπωτον», Θεόφρ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ νεουργός
ο ανακαινιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ουργός (< ἔργον)].
(II)
νεουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο ναυπηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς «πλοίο» + -ουργός (< ἔργον)].
(III)
νεουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει ναό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώς, αττ. τ. του νᾱός + -ουργός (< ἔργον)].
Greek Monotonic
νεουργός: -όν (*ἔργον), αυτός που φτιάχτηκε πρόσφατα, καινούριος.