κα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ka
|Transliteration C=ka
|Beta Code=ka
|Beta Code=ka
|Definition=Dor. for Ep., Aeol. [[κε]] ([[κεν]]),= Att., Arc. [[ἄν]], ''SIG''9 (Olympia, vi B.C.), Epich.35,al., ''Leg.Gort.''1.9, ''Foed.Delph.Pell.''2''A''9, Ar.''Ach.'' 737, 799, ''Lys.''117, Th.5.77, Theoc.1.4. [Although long, the α is elided in Epich.170.12,al., ''SIG''56.8 (Argos, v B.C.), ''Leg.Gort.''1.1, etc.]<br><span class="bld">κᾰ</span>, shortened form of [[κατά]] used before the article,<br><span class="bld">A</span> κα τὸν νόμον ''IG''5 (2).16 (Arcadia); <b class="b3">κα τῶννυ</b> ib.262; κα τοὺς νόμους ''SIG''2860.9 (Delph., ii B.C.), etc.; κα τὰ τῆς συγκλήτου δόγματα ''SIG''705.12 (ibid.) κα τὰ δόξαντα… τῇ βουλῇ ''Inscr.Magn.''179.33 (ii A.D.): also in compds., cf. [[καβαίνων]], etc.<br><span class="bld">II</span> Cypr.,= [[κάς]], ''Inscr.Cypr.''135.5 H., ''Schwyzer'' 683.8.
|Definition=Dor. for Ep., Aeol. [[κε]] ([[κεν]]),= Att., Arc. [[ἄν]], ''SIG''9 (Olympia, vi B.C.), Epich.35,al., ''Leg.Gort.''1.9, ''Foed.Delph.Pell.''2''A''9, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]'' 737, 799, ''Lys.''117, Th.5.77, Theoc.1.4. [Although long, the α is elided in Epich.170.12,al., ''SIG''56.8 (Argos, v B.C.), ''Leg.Gort.''1.1, etc.]<br><span class="bld">κᾰ</span>, shortened form of [[κατά]] used before the article,<br><span class="bld">A</span> κα τὸν νόμον ''IG''5 (2).16 (Arcadia); <b class="b3">κα τῶννυ</b> ib.262; κα τοὺς νόμους ''SIG''2860.9 (Delph., ii B.C.), etc.; κα τὰ τῆς συγκλήτου δόγματα ''SIG''705.12 (ibid.) κα τὰ δόξαντα… τῇ βουλῇ ''Inscr.Magn.''179.33 (ii A.D.): also in compds., cf. [[καβαίνων]], etc.<br><span class="bld">II</span> Cypr.,= [[κάς]], ''Inscr.Cypr.''135.5 H., ''Schwyzer'' 683.8.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 09:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾱ Medium diacritics: κα Low diacritics: κα Capitals: ΚΑ
Transliteration A: ka Transliteration B: ka Transliteration C: ka Beta Code: ka

English (LSJ)

Dor. for Ep., Aeol. κε (κεν),= Att., Arc. ἄν, SIG9 (Olympia, vi B.C.), Epich.35,al., Leg.Gort.1.9, Foed.Delph.Pell.2A9, Ar.Ach. 737, 799, Lys.117, Th.5.77, Theoc.1.4. [Although long, the α is elided in Epich.170.12,al., SIG56.8 (Argos, v B.C.), Leg.Gort.1.1, etc.]
κᾰ, shortened form of κατά used before the article,
A κα τὸν νόμον IG5 (2).16 (Arcadia); κα τῶννυ ib.262; κα τοὺς νόμους SIG2860.9 (Delph., ii B.C.), etc.; κα τὰ τῆς συγκλήτου δόγματα SIG705.12 (ibid.) κα τὰ δόξαντα… τῇ βουλῇ Inscr.Magn.179.33 (ii A.D.): also in compds., cf. καβαίνων, etc.
II Cypr.,= κάς, Inscr.Cypr.135.5 H., Schwyzer 683.8.

French (Bailly abrégé)

dor. c. κε.

Greek Monolingual

(I)
κα και κυπρ. τ. κας (Α)
1. συγκεκομμένος, βραχύτερος τύπος της πρόθεσης κατά, ο οποίος χρησιμοποιείται πριν από άρθρο που αρχίζει από τ («κα τὸν νόμον»)
2. επίσης εν συνθέσει, ως α' συνθετικό («καβαίνων» αντί καταβαίνων, «καββάλλω» αντί καταβάλλω).
(II)
κα (Α)
δωρ. τ. του επικ., αιολ. και βοιωτ. τ. του δυνητικού και αοριστολογικού μορίου κε(ν), αττ. και αρκαδ. τ. αν
συντάσσεται ως δυνητικό με ευκτ. και ως αοριστολογικό με υποτ. (α. «ὃς ὑμὲ κα πρίαιτο, φανερὰν ζημίαν» — ο οποίος θα σάς αγόραζε με φανερή ζημιά, Αριστοφ.
β. «αἰ κα δ' αἶγα λάβῃ τῆνος» — αν τυχόν εκείνος πάρει την αίγα, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κε(ν)].
(III)
κἀ (Α)
κράση του καὶ + , δηλ. της προθ. ἐμ (=ἐν) («πέπονθα... ἅττα κἀ πίσσῃ μῦς» — έχω πάθει όσα ο ποντικός μέσα σε πίσσα, Ηρώνδ.).

Russian (Dvoretsky)

κᾱ: дор. = ион. κε(ν).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κα Dor., zie κε (ν) en ἄν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: pcle
See also: s. κε.

Frisk Etymology German

κα: {ka}
Meaning: Partikel
See also: s. κε.
Page 1,749