ἱεροπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
(cc1)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ieroprepis
|Transliteration C=ieroprepis
|Beta Code=i(eropreph/s
|Beta Code=i(eropreph/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bseeming a sacred place, person</b> or <b class="b2">matter</b>, ὄνομα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Thg.</span>122e</span>; <b class="b3">τέχνη</b>, of cookery, <span class="bibl">Men.130</span>; κνῖσα <span class="bibl">Luc. <span class="title">Sacr.</span>13</span>; of persons, -έστατος τῶν προγεγενημένων <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>8.40</span>, cf. <span class="bibl">D.C.56.46</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>9.25</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ep.Tit.</span>2.3</span>. Adv. -πῶς <span class="title">Michel</span> 163.21 (Delos, ii B.C.), <span class="title">Inscr.Prien.</span>109.216 (ii B.C.), <span class="bibl">Str.12.5.3</span>, Beros. ap. <span class="bibl">J. <span class="title">Ap.</span>1.19</span>.</span>
|Definition=ἱεροπρεπές, [[beseeming a sacred place]], [[beseeming a sacred person]] or [[beseeming a sacred matter]], ὄνομα Pl.''Thg.''122e; [[τέχνη]], of [[cookery]], Men.130; κνῖσα Luc. ''Sacr.''13; of persons, ἱεροπρεπέστατος τῶν προγεγενημένων X.''Smp.''8.40, cf. D.C.56.46, [[LXX]] ''4 Ma.''9.25, ''Ep.Tit.''2.3. Adv. [[ἱεροπρεπῶς]] = [[in manner worthy of a sacred personage]] ''Michel'' 163.21 (Delos, ii B.C.), ''Inscr.Prien.''109.216 (ii B.C.), Str.12.5.3, Beros. ap. J. ''Ap.''1.19.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui convient à une personne <i>ou</i> à une chose sacrée, digne d'une personne <i>ou</i> d'une chose sainte.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[πρέπω]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>dem Heiligen [[geziemend]], [[anständig]], [[ehrwürdig]]</i>; [[καὶ νῦν]] ἐν τῇ ἑορτῇ δοκεῖς ἱεροπρεπέστατος [[εἶναι]] τῶν προγεγενημένων Xen. <i>Symp</i>. 8.40, <i>du scheinst den meisten priesterlichen [[Anstand]] zu haben</i>; [[ὄνομα]] Plat. <i>Theag</i>. 122d; ἡ [[κνίσσα]] [[θεσπέσιος]] καὶ [[ἱεροπρεπής]] Luc. <i>sacrific</i>. 13.<br><b class="num">• Adv.</b>, Sp., wie Heraclid. <i>alleg.Hom</i>. 2.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱεροπρεπής:'''<br /><b class="num">1</b> [[достойный священного места]], [[приличествующий священным целям]] ([[κνῖσα]] Luc.; ἐν καταστήματι NT);<br /><b class="num">2</b> [[священный]] ([[ὄνομα]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱεροπρεπής''': -ές, ἐμπρέπων εἰς ἱερὸν τόπον, [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], [[σεβάσμιος]], Πλάτ. Θεάγ. 112 D, Λουκ.· ἱεροπρεπέστατος Ξεν. Συμπ. 8, 40. ― Επίρρ. -πῶς, Στράβ. 567, Βηρωσὸς παρ’ Ἰωσήπ. κατὰ Ἀππίωνος 1. 20 (;), Συλλ. Ἐπιγρ. 2270. 21. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱεροπρεπῶς· θεοπρεπῶς».
|lstext='''ἱεροπρεπής''': -ές, ἐμπρέπων εἰς ἱερὸν τόπον, [[πρόσωπον]] ἢ [[πρᾶγμα]], [[σεβάσμιος]], Πλάτ. Θεάγ. 112 D, Λουκ.· ἱεροπρεπέστατος Ξεν. Συμπ. 8, 40. ― Επίρρ. -πῶς, Στράβ. 567, Βηρωσὸς παρ’ Ἰωσήπ. κατὰ Ἀππίωνος 1. 20 (;), Συλλ. Ἐπιγρ. 2270. 21. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱεροπρεπῶς· θεοπρεπῶς».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui convient à une personne <i>ou</i> à une chose sacrée, digne d’une personne <i>ou</i> d’une chose sainte.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]], [[πρέπω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἱεροπρεπής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε [[ιερό]] [[πρόσωπο]] ή σε [[ιερή]] [[τελετή]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιεροπρεπώς</i> (Α ἱεροπρεπῶς)<br />με ιεροπρεπή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αξιο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>μεγάλο</i>-<i>πρεπής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἱεροπρεπής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε [[ιερό]] [[πρόσωπο]] ή σε [[ιερή]] [[τελετή]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[σεβάσμιος]], [[αξιοσέβαστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιεροπρεπώς</i> (Α ἱεροπρεπῶς)<br />με ιεροπρεπή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), [[πρβλ]]. [[αξιοπρεπής]], [[μεγάλοπρεπής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱεροπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), αυτός που ταιριάζει, αρμόζει σε [[ιερό]] χώρο, [[αξιοσέβαστος]], [[ιερός]], [[διαπρεπής]], [[σεβάσμιος]], σε Πλάτ., Λουκ.· <i>ἱεροπρεπέστατος</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἱεροπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), αυτός που ταιριάζει, αρμόζει σε [[ιερό]] χώρο, [[αξιοσέβαστος]], [[ιερός]], [[διαπρεπής]], [[σεβάσμιος]], σε Πλάτ., Λουκ.· <i>ἱεροπρεπέστατος</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱεροπρεπής:'''<br /><b class="num">1)</b> достойный священного места, приличествующий священным целям ([[κνῖσα]] Luc.; ἐν καταστήματι NT);<br /><b class="num">2)</b> священный ([[ὄνομα]] Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 09:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροπρεπής Medium diacritics: ἱεροπρεπής Low diacritics: ιεροπρεπής Capitals: ΙΕΡΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: hieroprepḗs Transliteration B: hieroprepēs Transliteration C: ieroprepis Beta Code: i(eropreph/s

English (LSJ)

ἱεροπρεπές, beseeming a sacred place, beseeming a sacred person or beseeming a sacred matter, ὄνομα Pl.Thg.122e; τέχνη, of cookery, Men.130; κνῖσα Luc. Sacr.13; of persons, ἱεροπρεπέστατος τῶν προγεγενημένων X.Smp.8.40, cf. D.C.56.46, LXX 4 Ma.9.25, Ep.Tit.2.3. Adv. ἱεροπρεπῶς = in manner worthy of a sacred personage Michel 163.21 (Delos, ii B.C.), Inscr.Prien.109.216 (ii B.C.), Str.12.5.3, Beros. ap. J. Ap.1.19.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui convient à une personne ou à une chose sacrée, digne d'une personne ou d'une chose sainte.
Étymologie: ἱερός, πρέπω.

German (Pape)

ές, dem Heiligen geziemend, anständig, ehrwürdig; καὶ νῦν ἐν τῇ ἑορτῇ δοκεῖς ἱεροπρεπέστατος εἶναι τῶν προγεγενημένων Xen. Symp. 8.40, du scheinst den meisten priesterlichen Anstand zu haben; ὄνομα Plat. Theag. 122d; ἡ κνίσσα θεσπέσιος καὶ ἱεροπρεπής Luc. sacrific. 13.
• Adv., Sp., wie Heraclid. alleg.Hom. 2.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροπρεπής:
1 достойный священного места, приличествующий священным целям (κνῖσα Luc.; ἐν καταστήματι NT);
2 священный (ὄνομα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροπρεπής: -ές, ἐμπρέπων εἰς ἱερὸν τόπον, πρόσωπονπρᾶγμα, σεβάσμιος, Πλάτ. Θεάγ. 112 D, Λουκ.· ἱεροπρεπέστατος Ξεν. Συμπ. 8, 40. ― Επίρρ. -πῶς, Στράβ. 567, Βηρωσὸς παρ’ Ἰωσήπ. κατὰ Ἀππίωνος 1. 20 (;), Συλλ. Ἐπιγρ. 2270. 21. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱεροπρεπῶς· θεοπρεπῶς».

English (Strong)

from ἱερός and the same as πρέπω; reverent: as becometh holiness.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἱεροπρεπής, -ές)
1. αυτός που αρμόζει σε ιερό πρόσωπο ή σε ιερή τελετή
2. (για πρόσ.) σεβάσμιος, αξιοσέβαστος.
επίρρ...
ιεροπρεπώς (Α ἱεροπρεπῶς)
με ιεροπρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιοπρεπής, μεγάλοπρεπής].

Greek Monotonic

ἱεροπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που ταιριάζει, αρμόζει σε ιερό χώρο, αξιοσέβαστος, ιερός, διαπρεπής, σεβάσμιος, σε Πλάτ., Λουκ.· ἱεροπρεπέστατος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἱερο-πρεπής, ές πρέπω
beseeming a sacred place, person or matter, holy, reverend, Plat., Luc.; ἱεροπρεπέστατος Xen.

Chinese

原文音譯:ƒeroprep»j 希誒羅-普雷胚士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:聖的-理應
字義溯源:恭敬的,受尊敬的,聖的,虔敬的;由(ἱερός)*=聖的)與(πρέπω)*=合宜)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 要虔敬(1) 多2:3