κυνηγέτης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kynigetis
|Transliteration C=kynigetis
|Beta Code=kunhge/ths
|Beta Code=kunhge/ths
|Definition=ου, ὁ, Dor. (never in Trag.) κυνᾱγέτᾱς <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>6.14</span>:—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[huntsman]], <span class="bibl">Od.9.120</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>860</span> (troch.), <span class="bibl"><span class="title">Hec.</span> 1174</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>432b</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyn.</span>6.11</span>, al., <span class="title">OGI</span>20 (iii B.C.); in pl. of certain [[δαίμονες]], <span class="bibl">Pl.Com.174.16</span>, <span class="title">SIG</span>1040.9 (Piraeus, iv B.C.): metaph., of one who seeks fame, Pi.l.c.:—fem. κῠνηγ-έτις, Dor. -ᾱγέτις, ιδος, [[huntress]], <span class="bibl">Ach.Tat.8.12</span>; epith. of Artemis, <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>34</span>: as Adj., κ. αἰγανέα <span class="title">AP</span>6.115 (Antip.).</span>
|Definition=κυνηγέτου, ὁ, Dor. (never in Trag.) [[κυναγέτας]] Pi.N.6.14:—<br><span class="bld">A</span> [[huntsman]], Od.9.120, E.HF860 (troch.), Hec. 1174, Pl.R.432b, X.Cyn.6.11, al., OGI20 (iii B.C.); in plural of certain [[δαίμονες]], Pl.Com.174.16, SIG1040.9 (Piraeus, iv B.C.): metaph., of one who [[seek]]s [[fame]], Pi.l.c.:—fem. [[κυνηγέτις]], Dor. [[κυναγέτις]], ιδος, [[huntress]], Ach.Tat.8.12; [[epithet]] of [[Artemis]], Corn.ND34: as adjective, κ. αἰγανέα AP6.115 (Antip.).
}}
{{ls
|lstext='''κῠνηγέτης''': -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ- (ἴδε ἐν λ. [[κυναγός]])· ― ὁ ἄγων κύνας, κυνηγός, [[θηρευτής]], Ὀδ. Ι. 120, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 860, Ἑκ. 1174, Πλάτ. Πολ. 432Β, καὶ [[συχν]]. παρὰ Ξεν. κυναγέτας ἀμφὶ πάλᾳ, ὁ θηρεύων τὸ [[βραβεῖον]] ἐν τῇ πάλῃ, Πινδ. Ν. 6. 26· ― θηλ. [[κυνηγέτις]], Δωρ. -αγέτις, ιδος, ἡ κυνηγός, Ἀνθ. Π. 6. 115, Ἀχ. Τάτ. 8. 12.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui mène des chiens (à la chasse), chasseur.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui mène des chiens (à la chasse), chasseur.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυνηγέτης -ου, ὁ, Dor. κυνᾱγέτας &#91;[[κύων]], [[ἄγω]]] [[jager]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der die [[Hunde]] führt, zur Jagd, der [[Jäger]]; Od</i>. 9.120; Eur. <i>Herc.Fur</i>. 860 und [[öfter]]; Plat. <i>Euthyd</i>. 290b und [[sonst]]; – dor. [[κυναγέτας]], Pind. <i>N</i>. 6.26, Eur. <i>Bacch</i>. 869.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνηγέτης:''' дор. κῠνᾱγέτᾱς, ου ὁ [[охотник]], [[ловец]] Hom., Eur., Plat. etc.: κ. ἀμφὶ πάλᾳ Pind. ловец наград в состязаниях, т. е. борец-соискатель.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυνηγέτης]], ὁ, θηλ. [[κυνηγέτις]], -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, δωρ. τ. κυναγέτης, ὁ, και [[κυναγέτις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί τα σκυλιά για [[κυνήγι]], [[θηρευτής]], [[κυνηγός]] (α. «ὁμαρτεῑν ὡς κυνηγέτη [[κύνας]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἡμᾱς δεῑ [[ὥσπερ]] κυνηγέτας θάμνον κύκλον περιίστασθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιζητεί τη [[φήμη]] ή, γενικά, που επιδιώκει [[κάτι]] («τὸν ἀγαθὸν κυνηγέτην μεταθεῑν χρὴ καὶ μὴ ἀνιέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>θηλ.</b> [[κυνηγέτις]] και <i>κυνηγέτρια</i><br />α) η [[κυνηγός]], η [[θηρεύτρια]]<br />β) επίθ. της Αρτέμιδος («[[Ἄρτεμις]] [[κυνηγέτις]]», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύων]], <i>κυνός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἡγοῦμαι</i>)].
|mltxt=[[κυνηγέτης]], ὁ, θηλ. [[κυνηγέτις]], -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, δωρ. τ. κυναγέτης, ὁ, και [[κυναγέτις]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί τα σκυλιά για [[κυνήγι]], [[θηρευτής]], [[κυνηγός]] (α. «ὁμαρτεῖν ὡς κυνηγέτη [[κύνας]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἡμᾶς δεῖ [[ὥσπερ]] κυνηγέτας θάμνον κύκλον περιίστασθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που επιζητεί τη [[φήμη]] ή, γενικά, που επιδιώκει [[κάτι]] («τὸν ἀγαθὸν κυνηγέτην μεταθεῖν χρὴ καὶ μὴ ἀνιέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>θηλ.</b> [[κυνηγέτις]] και <i>κυνηγέτρια</i><br />α) η [[κυνηγός]], η [[θηρεύτρια]]<br />β) επίθ. της Αρτέμιδος («[[Ἄρτεμις]] [[κυνηγέτις]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύων]], <i>κυνός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἡγοῦμαι</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠνηγέτης:''' -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ-, [[κυνηγός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>κυναγέτης ἀμφὶ πάλᾳ</i>, [[κάποιος]] που διεκδικεί έπαθλο στην [[πάλη]], σε Πίνδ.· θηλ. [[κυνηγέτις]], σε Δωρ. -ᾱγέτις, <i>-ιδος</i>, [[γυναίκα]] [[κυνηγός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κῠνηγέτης:''' -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ-, [[κυνηγός]], σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· <i>κυναγέτης ἀμφὶ πάλᾳ</i>, [[κάποιος]] που διεκδικεί έπαθλο στην [[πάλη]], σε Πίνδ.· θηλ. [[κυνηγέτις]], σε Δωρ. -ᾱγέτις, <i>-ιδος</i>, [[γυναίκα]] [[κυνηγός]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῠνηγέτης:''' дор. κῠνᾱγέτᾱς, ου ὁ охотник, ловец Hom., Eur., Plat. etc.: κ. ἀμφὶ πάλᾳ Pind. ловец наград в состязаниях, т. е. борец-соискатель.
|lstext='''κῠνηγέτης''': -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ- (ἴδε ἐν λ. [[κυναγός]])· ― ὁ ἄγων κύνας, κυνηγός, [[θηρευτής]], Ὀδ. Ι. 120, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 860, Ἑκ. 1174, Πλάτ. Πολ. 432Β, καὶ συχν. παρὰ Ξεν. κυναγέτας ἀμφὶ πάλᾳ, ὁ θηρεύων τὸ [[βραβεῖον]] ἐν τῇ πάλῃ, Πινδ. Ν. 6. 26· ― θηλ. [[κυνηγέτις]], Δωρ. -αγέτις, ιδος, ἡ κυνηγός, Ἀνθ. Π. 6. 115, Ἀχ. Τάτ. 8. 12.
}}
{{elnl
|elnltext=κυνηγέτης -ου, , Dor. κυνᾱγέτας [κύων, ἄγω] jager.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 09:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνηγέτης Medium diacritics: κυνηγέτης Low diacritics: κυνηγέτης Capitals: ΚΥΝΗΓΕΤΗΣ
Transliteration A: kynēgétēs Transliteration B: kynēgetēs Transliteration C: kynigetis Beta Code: kunhge/ths

English (LSJ)

κυνηγέτου, ὁ, Dor. (never in Trag.) κυναγέτας Pi.N.6.14:—
A huntsman, Od.9.120, E.HF860 (troch.), Hec. 1174, Pl.R.432b, X.Cyn.6.11, al., OGI20 (iii B.C.); in plural of certain δαίμονες, Pl.Com.174.16, SIG1040.9 (Piraeus, iv B.C.): metaph., of one who seeks fame, Pi.l.c.:—fem. κυνηγέτις, Dor. κυναγέτις, ιδος, huntress, Ach.Tat.8.12; epithet of Artemis, Corn.ND34: as adjective, κ. αἰγανέα AP6.115 (Antip.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui mène des chiens (à la chasse), chasseur.
Étymologie: κυνηγέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνηγέτης -ου, ὁ, Dor. κυνᾱγέτας [κύων, ἄγω] jager.

German (Pape)

ὁ, der die Hunde führt, zur Jagd, der Jäger; Od. 9.120; Eur. Herc.Fur. 860 und öfter; Plat. Euthyd. 290b und sonst; – dor. κυναγέτας, Pind. N. 6.26, Eur. Bacch. 869.

Russian (Dvoretsky)

κῠνηγέτης: дор. κῠνᾱγέτᾱς, ου ὁ охотник, ловец Hom., Eur., Plat. etc.: κ. ἀμφὶ πάλᾳ Pind. ловец наград в состязаниях, т. е. борец-соискатель.

English (Autenrieth)

(κύων, ἡγέομαι): literally leader of dogs, i. e. hunter, pl., Od. 9.120†.

Greek Monolingual

κυνηγέτης, ὁ, θηλ. κυνηγέτις, -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, δωρ. τ. κυναγέτης, ὁ, και κυναγέτις, ἡ (Α)
1. αυτός που οδηγεί τα σκυλιά για κυνήγι, θηρευτής, κυνηγός (α. «ὁμαρτεῖν ὡς κυνηγέτη κύνας», Ευρ.
β. «ἡμᾶς δεῖ ὥσπερ κυνηγέτας θάμνον κύκλον περιίστασθαι», Πλάτ.)
2. μτφ. αυτός που επιζητεί τη φήμη ή, γενικά, που επιδιώκει κάτι («τὸν ἀγαθὸν κυνηγέτην μεταθεῖν χρὴ καὶ μὴ ἀνιέναι», Πλάτ.)
3. θηλ. κυνηγέτις και κυνηγέτρια
α) η κυνηγός, η θηρεύτρια
β) επίθ. της Αρτέμιδος («Ἄρτεμις κυνηγέτις», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + ἡγέτης (< ἡγοῦμαι)].

Greek Monotonic

κῠνηγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ-, κυνηγός, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ.· κυναγέτης ἀμφὶ πάλᾳ, κάποιος που διεκδικεί έπαθλο στην πάλη, σε Πίνδ.· θηλ. κυνηγέτις, σε Δωρ. -ᾱγέτις, -ιδος, γυναίκα κυνηγός, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. κυνᾱγ- (ἴδε ἐν λ. κυναγός)· ― ὁ ἄγων κύνας, κυνηγός, θηρευτής, Ὀδ. Ι. 120, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 860, Ἑκ. 1174, Πλάτ. Πολ. 432Β, καὶ συχν. παρὰ Ξεν. κυναγέτας ἀμφὶ πάλᾳ, ὁ θηρεύων τὸ βραβεῖον ἐν τῇ πάλῃ, Πινδ. Ν. 6. 26· ― θηλ. κυνηγέτις, Δωρ. -αγέτις, ιδος, ἡ κυνηγός, Ἀνθ. Π. 6. 115, Ἀχ. Τάτ. 8. 12.

Middle Liddell

κῠν-ηγέτης, ου,
a hunter, huntsman, Od., Eur., etc.; κυναγέτας ἀμφὶ πάλᾳ one who seeks the prize in wrestling, Pind.:—fem. κυνηγέτις, doric κῠναγέτις, ιδος a huntress, Anth.

English (Woodhouse)

hunter

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)